Σάββατο 28 Αυγούστου 2010

Ἄγγελος Σικελιανός


Ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς (Λευκάδα, 15 Μαρτίου 1884 – Ἀθήνα, 19 Ἰουνίου 1951) ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς μείζονες Ἕλληνες ποιητές. Τὸ ἔργο του διακρίνεται ἀπὸ ἕναν ἔντονο λυρισμὸ καὶ ἕναν ἰδιαίτερο γλωσσικὸ πλοῦτο.

Βιογραφία
Γεννήθηκε στὴ Λευκάδα ὅπου καὶ πέρασε τὰ παιδικά του χρόνια. Ἀποφοίτησε ἀπὸ τὸ γυμνάσιο τὸ 1900 καὶ τὸν ἑπόμενο χρόνο γράφτηκε στὴν Νομικὴ Σχολὴ τῆς Ἀθήνας χωρὶς ὡστόσο νὰ ὁλοκληρώσει ποτὲ τὶς νομικές του σπουδές. Τὰ ἐνδιαφέροντά του ἦταν καθαρὰ λογοτεχνικὰ καὶ ἀπὸ νωρὶς μελέτησε Ὅμηρο, Πίνδαρο, Ὀρφικοὺς καὶ Πυθαγόρειους, λυρικοὺς ποιητές, προσωκρατικοὺς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αἰσχύλο ἀλλὰ καὶ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ξένους λογοτέχνες ὅπως τὸν Ντ᾿ Ἀννούντσιο. Τὰ ἑπόμενα χρόνια πραγματοποίησε ἀρκετὰ ταξίδια καὶ στράφηκε στὴν ποίηση καὶ τὸ θέατρο. Σημαντικὸ σταθμὸ στὴ ζωὴ τοῦ Σικελιανοῦ ἀποτέλεσε ὁ γάμος του, τὸ 1907, μὲ τὴν Ἀμερικανίδα Eva Parlmer, ἡ ὁποία σπούδαζε στὸ Παρίσι ἑλληνικὴ ἀρχαιολογία καὶ χορογραφία. Ὁ γάμος τους τελέστηκε στὴν Ἀμερικὴ ἐνῷ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Ἀθήνα τὸ 1908. Ἐκείνη τὴν περίοδο, ὁ Σικελιανὸς ἦρθε σὲ ἐπαφὴ μὲ ἀρκετοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους καὶ τελικὰ τὸ 1909 δημοσίευσε τὴν πρώτη του ποιητικὴ συλλογὴ Ἀλαφροΐσκιωτος, ἡ ὁποία προκάλεσε ἰδιαίτερη αἴσθηση στοὺς φιλολογικοὺς κύκλους, ἀναγνωριζόμενη ὡς ἔργο σταθμὸς στὴν ἱστορία τῶν νεοελληνικῶν γραμμάτων. Ἀκολούθησε μία περίοδος ἔντονης ἀναζήτησης ποὺ καταλήγει στὴν ἔκδοση τῶν τεσσάρων τόμων τῆς ποιητικῆς συλλογῆς Πρόλογος στὴ Ζωή, Ἡ Συνείδηση τῆς Γῆς μου (1915), Ἡ Συνείδηση τῆς Φυλῆς μου (1915), Ἡ Συνείδηση τῆς Γυναίκας (1916) καὶ Ἡ Συνείδηση τῆς Πίστης (1917). Ὁ Πρόλογος στὴ Ζωὴ ὁλοκληρώθηκε ἀργότερα μὲ τὴ Συνείδηση τῆς Προσωπικῆς Δημιουργίας. Ἀκολουθοῦν ἀκόμα τὰ χαρακτηριστικὰ ποιήματα Τὸ Πάσχα τῶν Ἑλλήνων καὶ Μήτηρ Θεοῦ, τῆς περιόδου 1917-1920 καθὼς καὶ διάφορες συνεργασίες του μὲ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ τῆς ἐποχῆς. Ἡ ἀρχαιοελληνικὴ πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα ἀπασχόλησε βαθιὰ τὸν Σικελιανὸ καὶ συνέλαβε τὴν ἰδέα νὰ δημιουργηθεῖ στοὺς Δελφοὺς ἕνας παγκόσμιος πνευματικὸς πυρήνας ἱκανὸς νὰ συνθέσει τὶς ἀντιθέσεις τῶν λαῶν («Δελφικὴ Ἰδέα»). Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό, ὁ Σικελιανός, μὲ τὴ συμπαράσταση καὶ οἰκονομικὴ ἀρωγὴ τῆς γυναίκας του, δίνει πλῆθος διαλέξεων καὶ δημοσιεύει μελέτες καὶ ἄρθρα. Παράλληλα, ὀργανώνει τὶς «Δελφικὲς Ἑορτὲς» στοὺς Δελφοὺς μὲ τὶς παραστάσεις τοῦ Προμηθέα Δεσμώτη (1927) καὶ τῶν Ἱκέτιδων (1930) τοῦ Αἰσχύλου νὰ ἀνεβαίνουν στὸ ἀρχαῖο θέατρο. Ἡ «Δελφικὴ Ἰδέα» ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες παραστάσεις περιελάμβανε καὶ τὴν «Δελφικὴ Ἕνωση», μιὰ παγκόσμια ἕνωση γιὰ τὴ συναδέλφωση τῶν λαῶν, καὶ τὸ «Δελφικὸ Πανεπιστήμιο», στόχος τοῦ ὁποίου θὰ ἦταν νὰ συνθέσει σὲ ἕναν ἑνιαῖο μύθο τὶς παραδόσεις ὅλων τῶν λαῶν. Γιὰ τὶς πρωτοβουλίες αὐτές, τὸ 1929, ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν ἀπένειμε στὸ Σικελιανὸ ἀργυρὸ μετάλιο γιὰ τὴ γενναία προσπάθεια ἀναβίωσης τῶν δελφικῶν ἀγώνων. Ἀπὸ τὸ φιλόδοξο αὐτὸ σχέδιο τὸ μόνο ποὺ πραγματοποιήθηκε τελικὰ ἦταν οἱ Δελφικὲς Ἑορτές, ἀλλὰ καὶ αὐτὲς ὁδήγησαν σὲ οἰκονομικὴ καταστροφὴ καὶ χωρισμὸ τοῦ ζεύγους, ἀφοῦ ἡ Εὔα Πάλμερ ἐγκαταστάθηκε ἀπὸ τότε στὴν Ἀμερικὴ καὶ ἐπέστρεψε μόνο μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ποιητῆ. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς γερμανικῆς κατοχῆς, ὁ Σικελιανὸς διαδραμάτισε σημαντικὸ ρόλο στὴν πνευματικὴ ἀντίσταση τοῦ λαοῦ, μὲ κορυφαία ἐκδήλωση τὸ ποίημα καὶ τὸ λόγο ποὺ ἐκφώνησε στὴν κηδεία τοῦ Παλαμᾶ τὸ 1943.
Τὸ 1946 ἐξελέγη πρόεδρος τῆς Ἑταιρείας Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν ἐνῷ τὸ 1949 ἦταν ὑποψήφιος γιὰ τὸ Βραβεῖο Νομπέλ. Ὁ ἐπιφανὴς λυρικὸς ποιητὴς καὶ πεζογράφος Ἄγγελος Σικελιανὸς πέθανε στὴν Ἀθήνα τὸ 1951 καὶ τάφηκε στοὺς Δελφούς. Ὁ Σικελιανὸς εἶχε ἐξοχικὴ παραλιακὴ κατοικία στὴ Σαλαμίνα μπροστὰ ἀπὸ τὴ Μονὴ Φανερωμένης. Ἐκεῖ ὁ Βασιλεὺς Παῦλος ἐπισκέπτοταν τὸν ποιητὴ κάθε φορὰ ποὺ μετέβαινε στὸ Ναύσταθμο Σαλαμίνας. Διατηροῦσε ἐπίσης ἐξοχικὴ κατοικία στὴ Συκέα Κορινθίας.

Ἔργο

Ποιήματα
Ὁ ποιητὴς ἐξέδωσε ὁ ἴδιος τὰ ἔργα του σὲ τρεῖς τόμους μὲ τὸν τίτλο Λυρικὸς Βίος (1946 Α καὶ Β, 1947 Γ), ἀφήνοντας ἔξω κάποια ἔργα ποὺ δὲν θεώρησε ἀπαραίτητο νὰ συμπεριλάβει.
Τὸ 1965 ἄρχισε ἡ ἔκδοση τῶν «Ἁπάντων» του μὲ ἐπιμέλεια τοῦ Γ. Π. Σαββίδη. Ἐκδόθηκαν πέντε τόμοι μὲ τὸ ἔργο ποὺ εἶχε δημοσιεύσει ὁ ποιητής (1965-1968) καὶ ἕκτος τόμος (1969) μὲ ὅσα ποιήματα εἶχε ἀφήσει ἐκτὸς τοῦ Λυρικοῦ Βίου.

Πεζὰ κείμενα
Συγκεντρωτικὴ ἔκδοση τῶν «Ἁπάντων»:
Πεζὸς Λόγος Α (1978)
Πεζὸς Λόγος Β (1980)
Πεζὸς Λόγος Γ (1981)
Πεζὸς Λόγος Δ (1983)
Πεζὸς Λόγος Ε (1985)
Τραγῳδίες
Ὁ Διθύραμβος τοῦ Ρόδου (1932)
Σίβυλλα (1940)
Ὁ Δαίδαλος στὴν Κρήτη (1942)
Ὁ Χριστὸς στὴ Ρώμη (1946)
Ὁ Θάνατος τοῦ Διγενῆ (1947)
Ἀσκληπιὸς (ἡμιτελής)
Συγκεντρώθηκαν σὲ τρεῖς τόμους μὲ τὸν τίτλο Θυμέλη, Α καὶ Β 1950, Γ 1954



                                 ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΓυρισμόςὝπνος ἱερός, λιονταρίσιος,
τοῦ γυρισμοῦ, στὴ μεγάλη
τῆς ἀμμουδιᾶς ἁπλωσιά.
Στὴν καρδιά μου
τὰ βλέφαρά μου κλεισμένα·
καὶ λάμπει, ὡσὰν ἥλιος, βαθιά μου...

Βοὴ τοῦ πελάου πλημμυρίζει
τὶς φλέβες μου·
ἀπάνω μου τρίζει
σὰ μυλολίθαρο ὁ ἥλιος·
γεμάτες χτυπάει τὶς φτεροῦγες ὁ ἀγέρας·
ἀγκομαχάει τὸ ἄφαντο ἀξόνι.
Δέ μου ἀκούγεται ἡ τρίσβαθη ἀνάσα.
Γαληνεύει, ὡς στὸν ἄμμο, βαθιά μου
καὶ ἁπλώνεται ἡ θάλασσα πᾶσα -
Σὲ ψηλοθόλωτο κύμα
τὴν ὑψώνει τὸ ἀπέραντο χάδι·
ποτίζουν τὰ σπλάχνα
τὰ ὁλόδροσα φύκια,
ραντίζει τὰ διάφωτη ἡ ἄχνα
τοῦ ἀφροῦ ποὺ ξεσπάει στὰ χαλίκια·
πέρα σβήνει τὸ σύφυλλο βούισμα
ὁποῦ ξέχειλο ἀχοῦν τὰ τζιτζίκια.

Μιὰ βοὴ φτάνει ἀπόμακρα·
καὶ ἄξαφνα,
σὰν πανὶ τὸ σκαρμὸ ποὺ ἔχει φύγει,
χτυπάει· εἶν᾿ ὁ ἀγέρας ποὺ σίμωσε,
εἶν᾿ ὁ ἥλιος ποὺ δεῖ μπρὸς στὰ μάτια μου
- καὶ ὁ ἁγνὸς ὄχι ξένα τὰ βλέφαρα
στὴν ὑπέρλευκην ὄψη του ἀνοίγει.
Πετιῶμαι ἀπάνω. H ἀλαφρότη μου
εἶναι ἴσια με τὴ δύναμή μου.
Λάμπει τὸ μέτωπό μου ὁλόδροσο,
στὸ βασίλεμα σειέται ἀνοιξάτικο
βαθιὰ τὸ κορμί μου.
Βλέπω γύρα. Τὸ Ἰόνιο,
καὶ ἡ ἐλεύτερη γῆ μου!

Ἡ Χρυσόφρυδη
Χρυσόφρυδη· σὲ κέρδισα
στορώντας παραμύθια,
ἀκοίμητος νυχτόημερα,
στὴ γλαυκομάτα ἀλήθεια·
ποῦ ἔστησε αὐτὶ προσεχτικό,
στὸ μέτωπό μου ἐκάρφωσε
τὰ μάτια της ἀσάλευτα,
ἐκεῖ ποὺ φλέβες δυὸ
σμίγουν τὴ βρύση τῆς φωτιᾶς
μὲ τῆς πηγῆς τὸ κρύο·
ποὺ χαμογέλασε βαθιά
κ᾿ εἶπε: «Ὦ καλέ, πῶς χαίρονται
τὰ φρένα μου, ἡ ψυχή σου
τὴν κλήρα ποὺ ἀκολούθησε
- κ᾿ εἶναι βαθιὰ δική σου -
τοῦ ἀσύγκριτου ἄντρα ποὺ ἤτανε
σ᾿ ὅλα βαρύς, μεγάλος,
στὴν πράξη ἦταν πολύγνωμος,
στὸ μύθο ὡς κανεὶς ἄλλος!»
Τῶν ἀντρειωμένων ὄνειρο,
χρυσόφρυδη, σὲ κέρδισα,
κι ἄλλος δὲν εἶναι βύθος,
σ᾿ ἕνανε νοῦν ἐλεύτερο
ποὺ ἀπάνω-ἀπάνω θρέφεται
στὴν πλάση, ὅσον ὁ μύθος
γλυκός: τὸ δέντρο τὸ ἠχηρό,
ποὺ ξεκρεμάει καὶ βάνει
- ὢ πλάτανος χιλιόχρονος! -
τὸ κρύο φλασκί του ὁ πιστικός,
ὁ ἀργάτης τὴ φλοκάτα του,
τὸ θρέφει πάντα ὁ κεραυνός,
σειέται στὸ θρό του ὁ οὐρανός,
καὶ πάντα ρίζες πιάνει.

Χρυσόφρυδη· σὲ κέρδισα
μὲ μάγια καὶ πλανέματα
πολλὰ καὶ παραμύθια.
Στὸ χάδι ἐπαραδόθηκες
τὸ ἀντρίκειο· σοῦ ἐξεκούμπωσα
τὴ ζώνη, καὶ τὰ στήθια
ἀκόμα σου ἦταν ἄγουρα·
δὲν πήδησεν ἡ στάλα
- σημάδι ὑγειᾶς ἀλάθευτον -
ποὺ θὰ μᾶς θρέψει ἕναν ὑγιὸ
μὲ τῆς ἀντρείας τὸ γάλα.
Καὶ πιὰ δὲ σ᾿ ἄγγιξα. Ἔμεινα,
κι ἀκούμπησα στὰ γόνατα
τ᾿ ὁλόδροσο κεφάλι·
τὰ μάτια μου ἐδιαβαίνανε
τῆς πλάσης τὸ κρουστάλλι,
ἢ σιωπηλὸς ἐκοίταζα,
σὲ μιὰ βαθιὰ ἀναγάλλια,
τὸ χέρι σου ὡς ἐτίναζε
μ᾿ ἕνα μεγάλο σάλεμα
τὰ θεοτικά, ὢ θαμπώματα!
μαλλιά σου ὡς στ᾿ ἀστραγάλια.

K᾿ ἔβλεπα, πάντα σιωπηλός,
στὴν ἀκατάφλογη φωτιὰ
τὸ θεῖο κορμὶ νὰ ντύνεις,
ποὺ ἀκοῦς τὸ τρίσβαθο ὄνειρο
νὰ λαχταράει στὰ σπλάχνα σου,
κι ἀπὸ τὸ κλάμα, τῆς χαρᾶς
ποὺ κλαῖς, διψᾶς καὶ πίνεις!
Χρυσόφρυδη, χρυσόφρυδη,
ὦ κρύα κερύθρα ἀμαύλιστη,
σὲ μιᾶς κορφῆς κλεισμένη
τὴν ἀγερόχρωμη σπηλιά,
ἀπὸ θυμάρι, ἀπὸ λυγιὰ
καὶ δρόσο μαζεμένη!

Τὴν κρύα κορφὴν ἀνέβηκα,
μὲ μπόρες καὶ μὲ χιόνι,
μὲ καλοσύνες τρίσβαθες,
τόσο ἀλαφρὸς καὶ διάφωτος
πὄλεα τὰ κρύα μου τὰ νεφρὰ
πὼς ὁ οὐρανὸς τὰ ζώνει.
Κι ὅλα τὰ φίδια ἐγήτεψα
ποὺ ἡ ἄνοιξη μὲ πότισε,
καὶ τὰ πουλιὰ τῆς πλάσης.
Ὦ πλάση, κι ἀπὸ ποιὸ πουλὶ
μπορεῖς νὰ μὲ γελάσεις,
ποὺ τῆς φωνῆς τους μάζωξα
σ᾿ ἕνα γυαλὶ τὴ στάλα
σὰ δάκρυο τῆς κληματαριᾶς,
σὰν πεύκου ἡ κέδρου δάκρυσμα,
κι ἀνέβηκα ὅλη τοῦ βουνοῦ,
ζητώντας σᾶς, τὴ σκάλα !
Τῆς στεφανούδας τὸν ψιλὸν ἀχό,
τὸ ἀνάριο λάλημα,
τὴ γαληνὴ ἀνυφάντρα,
ὅλα, ἀπ᾿ τ᾿ ἀηδόνια τ᾿ ἄκουσα
ὡς τὴ γοργὴ γαλιάντρα,
ὡς τ᾿ ἄγριο τ᾿ ἀχνοπράσινου
τοῦ ἀτσάραντου μεθύσι,
ποὺ τὸ λαρύγγι, ἀπ᾿ τὸ βαθὺ
κι ἀκράτητον ἀνάβρυσμα,
λογιάζεις πὼς θὰ σκίσει!

Ὅλη τη σκάλα τῶν πουλιῶν,
ὁποῦ περνάει σὰ σύννεφο,
σὰν πέπλος ἀριαπλώνεται,
μαζώνεται καὶ χύνεται
σαγίτες στὸν ἀέρα·
ὅλη τὴν ἀνεμόσκαλα.
Ἴσαμ᾿ ἐσέ, ὦ κορφόσκαλο,
ἴσαμ᾿ ἐσέ, ὦ φλογέρα !
Γιὰ ν᾿ ἀνεβῶ τὴν κρύα κορφὴ
- ὦ κρύα τοῦ πόθου ῥεῖθρα ! -
γιὰ σένανε, ὦ ἀμαύλιστη
τοῦ βράχου κρύα κερήθρα,
ποὺ σπᾶς τὰ δόντια σὰ γυαλὶ
ἀπ᾿ τὴν πολλὴ τὴν κρυάδα
- μὰ τὰ δικά μου ἀστράψανε
σὲ ὑπέρλευκο χαμόγελο,
κ᾿ ἔλαμψεν, ὡς σὲ γεύτηκε,
διπλᾶ ἡ λευκὴ λαμπράδα.
Σὰν τὸ χαλίκι ὁποῦ μακριὰ
ἀπὸ τὸ πέλαο σβήνει,
μά, μέσα, λάμπει, δείχνεται,
τὴν ἀστραψιά του χύνει...

Μεγαλομάτα· ἕναν ὑγιὸ
νὰ δώσω σου ὀνειρεύομαι,
κι ὁ πόθος ποὺ μὲ ζώνει
μοῦ σφίγγει γύρα τὰ νεφρά
σὰν πάγος καὶ σὰ χιόνι.
Χρυσόφρυδη· ἄσε στ᾿ ὄνειρο
τὸ νοῦ μου νὰ βυθίσω,
στὰ γόνατά σου γέρνοντας·
ἄσε τὸ μῆλο τοῦ Μαγιοῦ
στὸν ἥλιο νὰ γυρίσω,
σὰν παπαρούνα κόκκινο
νὰ γένει, καὶ ν᾿ ἀρχίσει
μέσα του ἡ σάρκα ἀνάλαφρα
νὰ δέσει καὶ ν᾿ ἀφρίσει !
νὰ δέσει ἀπὸ τὰ στήθια σου
σὰ στὸ σταφύλι ἡ ρώγα,
κι ὡστόσο, βασιλόθωρη,
ἀπὸ τὸ ῥόδι ποὺ ἄνοιξα
τὸ μέγα, τὰ ῥουμπίνια του
νὰ δείξει, ἀσταχολόγα!

Καὶ χαμογέλα! Τὸ κορμὶ
στὸν πόθο ἂς γένει διάφωτο,
σὰν τὰ σπειριά του μέσα
καὶ τὸ αἷμα ἂς λάμπει καθαρό
σὰν τοῦ ροδιοῦ, τὴ σάρκα σου
σὰν τὸ κρουστάλλι διάφωτη
νὰ φέγγει σου ἡ ἀνέσα.
Νὰ σμίγει ὅπως στὸν ξάστερο
γιαλὸ τὸ ἀγέρι μέσα σου,
ποὺ τρίσβαθα ἀνασαίνει.
Κάτου κοιτᾶς, κι ἀπ᾿ τὸ βυθό,
καθὼς κοιτᾶς, ἡ ἀνάσα σου
στὸ νοῦ βαθιὰ ἀνεβαίνει...

Καὶ πῆρα στῆς χρυσόφρυδης
τὰ γόνατα τὸ ἀλάφρωμα
τοῦ ὀνείρου· κ᾿ ἦταν ξάστερο
τὸ κρύο γλαυκὸ ἀπὸ πάνω μου,
ἤτανε γύρα μου ὁ γιαλὸς
κι ὁ οὐρανὸς καὶ τὰ βουνά,
καὶ μέσα μου· κι ἀρχίνησε
βαθιὰ ἡ καρδιὰ ν᾿ ἀλλάξει,
ποὺ ἄκουσα ξάφνου τὴ βροντὴ
τὴ γνώριμη ποὺ ἐκύλησε,
κ᾿ εἶπεν: «Ὦ ἀλαφροΐσκιωτε,
σηκώσου· ἐσὺ τὸ σάρκωσες
τὸ τάμα - καὶ καρδιὰ καὶ νοῦς -
κ᾿ ἐσὺ τό ῾χεις ἀδράξει.
Ποιὸς ἀντρειωμένος θὰ στηθεῖ
καὶ θὰ τὸ δέσει ὁλόφωτο
σὲ Λόγο καὶ σὲ Πράξη;»
Καὶ ξύπνησα. Μοῦ φάνηκεν
ὅλος σὰν πνέμα ὁ οὐρανός,
κι ἀπάντησα: «Τὴ γέννα μου,
στὰ κρύα βουνὰ τὴν κήρυξες
καὶ στὴ μεγάλη πλάση.
Ἂν εἶμ᾿ ὁ ἀλαφροΐσκιωτος,
καὶ μέσα μου ἡ ἀστροφεγγιὰ
τῆς γῆς ἔχει γελάσει,
κράξε· ἀλαφριά, ὦ πανάρχαιον
αἰώνιον πνέμα, μέσα μου
ἀκόμα εἶν᾿ ἡ ὁρμή μου·
μὲ τὴ ζωὴ ἂν μὲ μάγεψες
καὶ μὲ καλεῖς ψηλότερα,
ἐδῶ εἶναι τὸ κορμί μου!

Ἐμέ, ἀγριοπερίστερον
εἶν᾿ ἡ ἀθωότη μου· κι ὁ ἀϊτὸς
τὴν ξέρει καὶ τὴ χαίρεται.
K᾿ ἔχω ἀγναντέψει πάλι,
ν᾿ ἀράξω τὶς φτεροῦγες μου,
νὰ γαληνέψω, μιὰ βαθιὰν
ὁλόφωτην ἀβάλη.
Θέλω ἀπὸ κεῖ - καὶ τὰ νεφρὰ
σφιχτότερα θὰ ζώσω -
στὰ πέλαγα, ὡς τὴν ἠσυχία
κι ὅλη τη γλύκα ἀντρώσω,
νὰ δοκιμάσω τὸ παλιό,
ποὺ μὄφεραν οἱ χρόνοι
καὶ ποὺ σκεπάζει το ἡ καπνιά,
τόξο, ποὺ ἐλάλει του ἡ χορδὴ
ἀπ᾿ τ᾿ ἄγγιγμα τοῦ ἀσύγκριτου,
σὰ νά ῾ταν χελιδόνι!

Θέλω νὰ δράμει ἡ θεία βροντή,
μηνύτρα ὡς ἀπὸ σύγνεφο,
στὰ κορφοβούνια ἀπόξω,
καὶ νὰ χτυπήσω, ἀλάθευτος,
κατάκαρδα τὸν Ἄνθρωπο
μὲ τὸ δυσκολολύγιστο,
βαρὺ τοῦ στίχου τόξο!
Θέλω ν᾿ ἀφήσω τὴ βαθιὰ
κι ἀνάλαφρη λαχτάρα
κλήρα σ᾿ ἀσύγκριτον ὑγιό,
ἢ νὰ τοῦ ρίξω ὡς κεραυνὸ
στὴ σάρκα μία κατάρα,
καὶ νὰ τοῦ πῶ: «Σφίξε καλὰ
τὴ ζώνη, ἀλαφροπάτητος
νὰ γένεις, καὶ τριγύρα σου ὅλ᾿ ἡ φύση,
στὴ βούλησή σου ὁλόφωτη,
θὲ νά ῾ρτει, ἄκρατη λεβεντιὰ
τὴ σάρκα νὰ σοῦ ντύσει·
καὶ τὸ κορμὶ στὸ λογισμὸ
θ᾿ ἀδρώσει, γιὰ νὰ ζήσει
σὰ θὰ ριχτεῖ στὸ πάλεμα,
στὸ ἀντρίκειο χαροπάλεμα,
τὶς τραχιὲς γνῶμες μ᾿ ἀλαφρὴ
καρδιὰ γιὰ νὰ ζυγίσει.
Κι ὡς στήσεις παντοδύναμα
στὴ γῆ ἱερὴ τὰ χέρια,
στὴ νίκη καὶ στὸ λύτρωμα,
θὰ σοῦ χαλκέψω ἐγὼ φτερὰ
κι ἀπὸ τὸν ἥλιο ἀσύντριφτα,
γιὰ ν᾿ ἀνεβεῖς, κι ἀγνάντια του
νὰ ὑψώσεις τὴν ἀδάμαστη
καρδιά μου μὲς στ᾿ ἀστέρια !»

(ἀπὸ τὸν Λυρικὸ Βίο, A´, Ἴκαρος 1965)

Δεν υπάρχουν σχόλια: