Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

Χριστιανική Εσχατολογία
Οι μαθητές του Χριστού είχαν πιστέψει εσφαλμένα ότι ήταν πολύ κοντά χρονικά το τέλος του κόσμου νομίζοντας ότι θα ερχόταν κατά τη διάρκεια ζωής τους. Ο Ιησούς στο Μαρκ. 13.8 σύγκρινε το τέλος του κόσμου με τον πόνο της γέννας μιας μητέρας και η εικόνα υπονοούσε ότι ο κόσμος ήδη εγκυμονούσε την καταστροφή του αλλά κανένας πέρα από το Θεό δεν ξέρει πότε ακριβώς θα συμβεί. Όταν οι νεοφώτιστοι του Παύλου στη Θεσσαλονίκη διώχτηκαν από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, θεώρησαν ότι το τέλος είχε έρθει. Στα 130 ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας δήλωσε ότι ο Θεός καθυστερούσε το τέλος του κόσμου επειδή επιθυμούσε για το Χριστιανισμό να γίνει μια παγκόσμια θρησκεία. Το 250 ο Κυπριανός έγραψε ότι οι χριστιανικές αμαρτίες εκείνου του καιρού ήταν ένα προοίμιο και μια απόδειξη ότι το τέλος ήταν κοντά. Ταυτόχρονα, ψευδόχριστοι (ψευδομεσσίες) και ψευδοπροφήτες προωθούσαν και έτρεφαν ανυπόστατες προσδοκίες όσον αφορά το επικείμενο τέλος. Εκκλησιαστικοί ηγέτες αλλά και διάφορες χριστιανικές ομάδες προσπαθούσαν να προσδιορίσουν το τέλος του κόσμου με βάση τις πληροφορίες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Ως αποτέλεσμα, ένας από τους υπολογισμούς υπεδείκνυε ότι το τέλος θα συνέβαινε το 202. Τον 3ο αιώνα ως ημερομηνία της "συντέλειας του κόσμου" προτάθηκε το 500. Σε αυτή την ημερομηνία κατέληξε ο επίσκοπος Ρώμης Ιππόλυτος στην ερμηνεία της προφητείας του Δανιήλ, υπολογίζοντας ότι το τέλος θα έρθει στη συμπλήρωση των 6.000 ετών από καταβολής κόσμου, η οποία είχε λάβει χώρα 5.500 έτη προ Χριστού. Εκείνη την περίοδο αρχίζει να εμφανίζεται μια σαφή πολεμική κατά αυτής της μορφής εσχατολογίας. Ερμηνεύοντας τις Γραφές, οι Χριστιανοί των πρώτων αιώνων τοποθετούσαν το τέλος του κόσμου μέσα στη διάρκεια ζωής τους ή σύντομα μετά από αυτή. Στους πρόσφατους αιώνες μέχρι και σήμερα χριστιανικές ομολογίες και προσωπικότητες έχουν ερμηνεύσει παρόμοια Βιβλικές προφητείες, οι οποίες εδράζονται σε ένα συνδυασμό των τραγωδιών που συμβαίνουν παγκόσμια και της ερμηνείας χωρίων της Βίβλου. Το ζήτημα εάν οι πραγματικοί πιστοί θα δουν το τέλος προκαλεί διαμάχες σε προτεσταντικούς κύκλους. Επίσης, σε κύκλους της Ορθόδοξης Εκκλησίας γίνονται κατά καιρούς προσπάθειες προσδιορισμού των «εσχάτων ημερών» με σημείο αναφοράς το χρόνο εμφάνισης του Αντιχρίστου.
"Αποκατάσταση των πάντων"
Η θεολογική αυτή φράση χρησιμοποιήθηκε από ορισμένους Πατέρες και Εκκλησιαστικούς συγγραφείς, στην προσπάθεια τους να προσεγγίσουν το μυστήριο των εσχάτων (εσχατολογία) και ειδικότερα, τον τρόπο, με τον οποίο θα ολοκληρωθή το θείο σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου και της αποκαταστάσεως της Δημιουργίας στο "αρχαίο της κάλλος". Πρόκειται για μια θεολογική διδασκαλία που την εκπροσωπούν κυρίως οι Ωριγένης, Γρηγόριος Νύσσης και Μάξιμος Ομολογητής (αλλά και οι Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος, Δίδυμος ο Τυφλός, Ευάγριος ο Ποντικός, Διόδωρος Ταρσού, Θεόδωρος Μοψουεστίας κ.ά.). Κατά τον Ωριγένη το πυρ της κολάσεως δεν είναι τιμωρό, αλλά "καθάρσιο" και ιαματικό. Επομένως υπάρχει η κόλαση ως θεραπευτήριο, δεν είναι όμως αιώνια και το Σχέδιο του Θεού θα ολοκληρωθεί τελικά με την αποκατάσταση όλων των δημιουργημάτων, ακόμη και των αμαρτωλών ανθρώπων και των δαιμόνων. Ο Γρηγόριος Νύσσης, στηριζόμενος σε χωρία όπως τα Ματθ. 18:34 (ο κύριος αυτού παρέδωκεν αυτόν τοίς βασανισταίς έως ού αποδώ πάν το οφειλόμενον αυτώ) και Α' Κορ. 15:28 (όταν δε υποταγή αυτώ τα πάντα, τότε και αυτός ο υιός υποταγήσεται τώ υποτάξαντι αυτώ τα πάντα, ίνα ή ο Θεός τα πάντα εν πάσιν), αποδέχεται ότι το πυρ της κολάσεως καίει τις ψυχές μαζί με την κακία. Η κακία θα δαπανηθεί, θα εκλείψει, ενώ η ψυχή θα καθαρθεί. Ο Μάξιμος Ομολογητής δέχεται την αποκατάσταση, αλλά διευκρινίζει τη θεωρία του Ωριγένη και του Νύσσης: ο αφανισμός του κακού και η σιγή της κόλασης σημαίνει αποβολή της μνήμης του κακού και αποκατάσταση των δυνάμεων της ψυχής που έχουν διαβρωθεί. Όλες οι ψυχές που έχουν ξεστρατίσει, και είναι υπό το κράτος της κακίας, με την παράταση των αιώνων θα αποβάλουν τις μνήμες της κακίας και το κακό, ως μη όν, δεν θα έχει καμιά δύναμη ούτε και μνήμη. Η λήθη του κακού είναι ο αφανισμός του. Έτσι ο Θεός θα φανεί, κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, πως είναι αναίτιος του κακού. Η συγκεκριμένη διδασκαλία παρουσιάζει προβλήματα δογματικής ακρίβειας σύμφωνα με την Ορθόδοξη διδασκαλία και περισσότερο αποτελεί θεολογούμενο δηλ. διδασκαλία με πιθανότητα αληθείας (που διατυπώνεται στα πλαίσια της υποκειμενικής ελευθερίας ως προς την ενασχόληση με τα θεία), σε αντίθεση με το δόγμα που παρέχει βεβαιότητα αληθείας. Η διδασκαλία αυτή δεν γίνεται επίσημα αποδεκτή από την Εκκλησία διότι δεν στηρίζεται στην Αγία Γραφή και δεν κηρύσσεται ομόφωνα από όλους τους Πατέρες ώστε να υπάρχει "Συμφωνία Πατέρων".

Δεν υπάρχουν σχόλια: