Ελένη Χατζηαργύρη
Πραγματικό όνομα Ελένη Γαρυφαλλίδου-Χατζηαργύρη. Η Ελένη Χατζηαργύρη, το γένος Γαρυφαλλίδου, ήταν μείζων ηθοποιός του θεάτρου, αλλά και του κινηματογράφου και της τηλεόρασης που διακρίθηκε όμως για τις ερμηνείες της κυρίως σε δραματικούς θεατρικούς ρόλους. Γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1925, αλλά η οικογένειά της καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε θέατρο με καθηγητή τον Κάρολο Κουν. Το 1942, μέσω του Κουν, γνώρισε και παντρεύτηκε τον χρηματοδότη της ίδρυσης του Θεάτρου Τέχνης συγγραφέα Κώστα Χατζηαργύρη και μαζί του απέκτησε ένα γιο, τον Δημοσθένη Χατζηαργύρη. Εγγονή της είναι η επίσης ηθοποιός Σάννυ Χατζηαργύρη. Η διάρκεια του γάμου της ήταν σύντομη (1942-1946). Αργότερα συνδέθηκε επαγγελματικά (στο θέατρο και τον κινηματογράφο), αλλά και συναισθηματικά με τον επίσης ηθοποιό του κλασικού ρεπερτορίου Νίκο Τζόγια. Το 1966 παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Νίκο Λίβα που πέθανε το 1982. Ύστερα από σύντομη νόσηση με καρκίνο, η Ελένη Χατζηαργύρη πέθανε στην Αθήνα την 1η Οκτωβρίου 2004 και κηδεύτηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Θέατρο
Την καριέρα της στο θέατρο ξεκίνησε ως φοιτήτρια, τον Νοέμβριο του 1942, και έχοντας ήδη παντρευτεί τον Κώστα Χατζηαργύρη, του οποίου το επίθετο κράτησε στην υπόλοιπη ζωή της. Πρωτομεφανίστηκε στο Θέατρο Τέχνης στο θεατρικό έργο Rosmersholm του Ιψεν (Henrik Ibsen), στο ρόλο της Rebecca West. Συνεργάστηκε με πολλούς θιάσους για να φθάσει στο Εθνικό Θέατρο, το (1950), και όπου, αργότερα, προσελήφθη ως μόνιμη πρωταγωνίστρια και παρέμεινε επί εικοσαετία (1962 - 1981). Οι θεατρικοί τύποι μέσα από τους οποίους η Ελένη Χατζηαργύρη διέπρεψε και καθιερώθηκε ως κορυφαία δραματική ηθοποιός ήταν το αρχαίο δράμα και το κλασικό ρεπερτόριο. Από τους πρώτους της ρόλους ήταν της Ιούς με τον Αλέξη Μινωτή στον Προμηθέα Δεσμώτη και της Masha στις Τρεις Αδελφές του Τσέχωφ (Anton Chekhov), το 1951, που αποτέλεσαν σταθμούς στην καριέρα της. Το 1945, σε ηλικία 20 ετών, έπαιξε στο Κρατικό (τότε Βασιλικό) Θέατρο Βορείου Ελλάδος και την επόμενη χρονιά εντάχθηκε στο δυναμικό του θιάσου Κατερίνας Ανδρεάδη - Γιώργου Παππά, ερμηνεύοντας Μπέρναρντ Σω, Πρέσλεϋ, Lillian Hellman και Γιαλαμά. Η επιστροφή της στο Θέατρο Τέχνης σηματοδοτείται από την συμμετοχή της σε έργα Αισχύλου, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ξενόπουλου. Παράλληλα συνεργάσθηκε με τους θιάσους Μανωλίδου - Παππά, Μουσούρη - Βεάκη - Παππά, Κοτοπούλη. Τη δεκαετία του 1950 την υποδέχεται για πρώτη φορά το Εθνικό Θέατρο, όπου μοιράστηκε τη σκηνή με τον Αλέξη Μινωτή και την Κατίνα Παξινού. Στην συνέχεια δοκίμασε ποικιλία ρόλων και θεατρικών ειδών συνεργαζόμενη με τους θιάσους Νίκου Χατζίσκου, Κώστα Μουσούρη και Μίμη Φωτόπουλου. Θα παίξει Μ. Σκουλούδη, Σαίξπηρ, Δημήτρη Ψαθά, Πρίσλεϋ, Σακελλάριο - Γιαννακόπουλο, Γιαλαμά - Πρετεντέρη, Δημ. Γιαννουκάκη και Στέφ. Φωτιάδη. Το 1962 προσλαμβάνεται ως μόνιμη πρωταγωνίστρια στο Εθνικό Θέατρο όπου παραμένει μέχρι το 1981. Έπαιξε στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή, το 1978, που ήταν το κύκνειο άσμα του δασκάλου-σκηνοθέτη Δημήτρη Ροντήρη. Το Εθνικό Θέατρο θα την ξαναδεχθεί το 1996 ως πρωταγωνίστρια στους Αστεγους της Μαριέττας Ριάλδη και στους Βρυκόλακες του Ιψεν (1997), σε σκηνοθεσία Σπ. Ευαγγελάτου. Εκτός της μεγάλης κρατικής σκηνής, θα συμπρωταγωνιστήσει ως Αλίνα Σόλνες με τον Δημήτρη Χορν στο Αρχιμάστορας Σόλνες του Ιψεν, το 1983, και ως Άτοσσα με τον Αλέξη Μινωτή στη τραγωδία Πέρσες του Αισχύλου, το 1984. Από το 1987 συμμετείχε στο θίασο του Αμφιθέατρου του Σπ. Ευαγγελάτου, όπου η παρουσία της κορυφώθηκε με τον ρόλο της Κλυταιμνήστρας στην κατά Ευαγγελάτον ερμηνεία της τραγωδίας Ορέστεια του Αισχύλου, το 1990.
Κινηματογράφος
Επίσης το 1946 ξεκίνησε την εμφάνισή της στον Ελληνικό Κινηματογράφο και σχεδόν σαράντα χρόνια μετά στην ελληνική τηλεόραση. Τα πρώτα χρόνια, ο κινηματογράφος τής έδωσε ευκαιρίες, τις οποίες φαίνεται ότι δεν εκμεταλλεύτηκε, ίσως διότι, όπως και πολλοί άλλοι καταξιωμένοι ηθοποιοί την εποχή εκείνη, είχε συνείδηση ηθοποιού του θεάτρου. Έπαιξε σε αρκετές ταινίες όπως Καταδρομή (1946) του Μ. Καραγάτση, Η αγνή του λιμανιού του Γ. Τζαβέλλα (1952) με τον Αλέκο Αλεξανδράκη, Η μοίρα γράφει την ιστορία του Δημ. Ιωαννόπουλου, Έγκλημα στο Κολωνάκι του Τζανή Αλιφέρη (1959), Ήρθες αργά της πρώτης Ελληνίδας σκηνοθέτιδος Μαρίας Πλυτά - Χατζηνάκου (1961).
Διδασκαλία και Διακρίσεις
Επί σαράντα χρόνια ήταν καθηγήτρια σε πολλές Δραματικές Σχολές. Η κριτική έγραψε γι' αυτήν ότι υπηρέτησε τη θεατρική ιδέα με συνέπεια, σεμνότητα και αυτοσεβασμό. Ο Κάρολος Κουν την είχε χαρακτηρίσει δραματική ντάμα. Το 2001, τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο και στις 17 Μαΐου 2003, σε ειδική συνεδρία στην Μεγάλη Αίθουσα Τελετών, η Ελένη Χαρζηαργύρη ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Επίσης, ο Δήμος Χαλκιδέων την ετίμησε με έκθεση φωτογραφίας της Ε. Χατζηαργύρη από το θέατρο και τον κινηματογράφο και, σε ειδική τελετή το Σάββατο 19 Ιουλίου 2003, με ομιλία από τη δημοσιογράφο Ροζίτα Σώκου με θέμα «Η προσφορά της Ε. Χατζηαργύρη στο Ελληνικό Θέατρο και τον Κινηματογράφο».
Συνέντευξη:
Συνέντευξη στον Σ.Ν. Κοδέλλα
«Tο ταλέντο είναι 90% δουλειά»
Στις 17 Μαΐου το Πανεπιστήμιο Αθηνών υποδέχεται για πρώτη φορά στους κόλπους του μια καλλιτέχνιδα του θεάτρου και της απονέμει τον υψηλότερο τίτλο τιμής, εκείνον της επιτίμου διδάκτορός του. Πρόκειται για την κυρία Ελένη Χατζηαργύρη, με την επί δεκαετίες μεστή σκηνική παρουσία, τη μαγική φωνή που κάνει κάθε ηρωίδα που υποδύεται να πάλλεται από ζωή, το σπάνιο ήθος που γοητεύει περισσότερο ακόμη και από το ταλέντο. Η κυρία Χατζηαργύρη μας έκανε την τιμή να μας χαρίσει λίγο από το χρόνο της και να μας μιλήσει για το άγχος της εν όψει της τελετής, το ξεκίνημά της, τη σχέση με τους μεγάλους δασκάλους της και την τωρινή με τους δικούς της μαθητές. Η μεγάλη κυρία του θεάτρου μάς μιλάει, ακόμη, για την πορεία της καλλιτεχνικής της ζωής –ο όρος «καριέρα» δεν την εκφράζει, όπως μας λέει- για τη νέα γενιά των Eλλήνων ηθοποιών και τους ρόλους που αγάπησε. Μια απολαυστική συνάντηση...
Κυρία Χατζηαργύρη, θα θέλατε να μας μιλήσετε για το πώς ξεκίνησε η σχέση σας με το θέατρο;
Βγήκα στο θέατρο, εξαιτίας του Κουν, όταν ήμουν μαθήτρια της τετάρτης γυμνασίου. Δεν είχα πάει στο θέατρο ποτέ πριν, να πεις ότι το είχα μέσα μου, ότι το ήθελα. Και ήμουν ένας Κουν, ό,τι έπαιζα δηλαδή τον πρώτο καιρό το έπαιζα όπως μου το έλεγε ο Κουν. Είχα δε τη μεγάλη τύχη να παίξω μαζί του στον «Ρόσμερσχολμ» του Ίψεν, ήταν ο παρτενέρ μου. Ένιωθα σαν να ακουμπούσα επάνω του. Τότε, βέβαια, δεν αισθανόμουν τρακ, όπως αισθάνομαι τώρα, γιατί το τρακ έρχεται με τη συναίσθηση, όταν έχεις συναίσθηση του τί γίνεται. Τότε δεν ήξερα. Δεν ξεκίνησα από κάποιο όνειρο ή πάθος να γίνω ηθοποιός. Έγινα επειδή ήταν ο Κουν, ο οποίος πράγματι ήταν ένας μεγάλος δάσκαλος. Τα παιδιά τώρα που βγαίνουν στο θέατρο δεν έχουν, δυστυχώς, έναν σκηνοθέτη-δάσκαλο, αν εξαιρέσεις τον Ευαγγελάτο που για εμένα ήταν και δάσκαλος. Κι ο Σολωμός έχει φύγει...
Πώς έγινε η γνωριμία με τον Κουν;
Ήμουν μαθήτρια τότε, όπως σας είπα, και κάθε τόσο γίνονταν βομβαρδισμοί, ηχούσαν οι σειρήνες και δεν κάναμε μάθημα στο σχολείο. Απέναντι από το σπίτι μας στην Κυψέλη έμεναν ο Μανώλης Σκουλούδης και η γυναίκα του η Νιονιώ Σκουλούδη, η οποία ήταν μια σπουδαία γυναίκα που με αγαπούσε πολύ. Είχαν ένα ωραίο σπίτι και μια πολύ ωραία βιβλιοθήκη, όπου πήγαινα και δανειζόμουν βιβλία. Μπορώ να πω ότι η Νιονιώ η Σκουλούδη με εισήγαγε στον κόσμο της μελέτης, του βιβλίου. Oι γονείς μου δεν είχαν καμία σχέση με τα καλλιτεχνικά. Και ευτυχώς βρέθηκε η Νιονιώ. Στο σπίτι της πρωτοδιάβασα Μπαλζάκ, Ζολά, την «Ευγενία Γκραντέ». Της άρεσε πολύ η φωνή μου και μου πρότεινε να με πάει σε έναν κύριο ο οποίος θα ανέβαζε κάτι έργα ρώσικα που θα μου πήγαιναν, όπως πίστευε, πολύ... O Κουν, άλλωστε, δεν είχε σκοπό να κάνει θέατρο, αφού δεν είχε καθόλου χρήματα. Πάμε, λοιπόν, ένα απόγευμα στο Εθνικό Ωδείο, στη Φειδίου, -που ήταν ένα ερείπιο, και παραμένει… Ανεβαίνουμε κάτι σκάλες και μου λέει η Νιονιώ: «θα μπεις σε εκείνο το δωμάτιο, θα πάω εγώ να ψωνίσω και θα γυρίσω να σε πάρω». Μου δείχνει, λοιπόν, από ένα παραθυράκι τόσο δα να κοιτάξω μέσα…Κοιτάω και δεν έβλεπα τίποτα από τους καπνούς και τα τσιγάρα. Εγώ δειλή μέχρις απελπισίας -και εξακολουθώ να είμαι!- ήρθε και με βρήκε εκεί που με άφησε, πού να μπω μέσα. Μετά μπήκαμε μαζί και γνώρισα τον Κουν. Ήταν εκεί ακόμη ο Διαμαντόπουλος, πολύ νέος τότε, ο Καλλέργης, η Βάσω Μεταξά, από τους παλαιότερούς του μαθητές, ο Στεφανέλης, ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο Μάριος Πλωρίτης, σημαντικοί άνθρωποι μετέπειτα, όλοι πολύ νέοι τότε. Και έμεινα. Ξαναπήγα, αλλά το πρόσωπό μου το είδαν την τρίτη ημέρα, γιατί εγώ καθόμουν σκυφτή από την ντροπή μου, τα μαλλιά έπεφταν στο πρόσωπό μου και δεν με έβλεπαν. Ήταν ένα περιβάλλον Ντοστογεφσκικά γοητευτικό: πείνα, όπως για όλους τους ανθρώπους τότε, και κάτι τσιγάρα μεγάλα σε κούτες που καπνίζανε και βρομούσε. Αλλά ήταν ωραία η ατμόσφαιρα, «κουνική», όπως μετέπειτα καθιερώσαμε να λέμε. Μια μέρα μας λέει ο Κουν «σήμερα να παίξετε καλά, θα έρθει ο Άγιος Βασίλης». Εν τω μεταξύ με στέλνει να φέρω από το σπίτι του ένα βιβλίο που είχε ξεχάσει εκεί. Πηγαίνοντας είδα απέναντι δυο κυρίους, ο ένας ήταν νέος, ωραίος, και με «πείραξαν» όταν με είδαν. Εγώ δεν είχα ξυπνήσει ακόμα σαν γυναίκα και με ενόχλησε το πείραγμά τους. Όταν γύρισα, οι δύο αυτοί κύριοι ήταν μέσα μαζί με τον Κουν και, για να μην σας τα πολυλογώ, ο «Άγιος Βασίλης» ήταν ο ωραίος νέος που είχα δει στο δρόμο. Ήταν ο Κώστας ο Χατζηαργύρης, ο «Άγιος Βασίλης», ο οποίος έβαλε όλα του τα χρήματα για να γίνει το Θέατρο Τέχνης, το οποίο δεν θα γινόταν αν δεν ήταν εκείνος. O Κώστας, λοιπόν, με ηράσθη. O Κουν όμως δεν επέτρεπε κόρτε και τέτοια στη Σχολή καθόλου. Εγώ ούτε να το σκεφτώ. Κάποια στιγμή μου λέει ο Κώστας: «με παντρεύεστε;» Και μια κοπέλα με προτρέπει: «πες ναι, πες ναι!», ε, και λέω ναι… Η μητέρα μου ξεράθηκε στα γέλια όταν της το είπαμε, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι είναι δυνατόν. O Κουν δεν ήθελε καθόλου αλλά στο τέλος πείσθηκε και μας πάντρεψε ο ίδιος. Μετά από δυο χρόνια χώρισα. O Χατζηαργύρης ήταν ένας πραγματικά σπουδαίος άνθρωπος αλλά δεν ήμουν τρελά ερωτευμένη μαζί του. Έγραφε τότε, αλλά εγώ δεν ήξερα τίποτα για τη δραστηριότητά του, ήταν πολύ σεμνός άνθρωπος και αυτό το κόλλησε και σε εμένα.
Έτσι βγήκα στο θέατρο, έτσι παντρεύτηκα και έκανα ένα παιδί. Όλα έγιναν μέσα σε δυο χρόνια. Γνώρισα τον Χατζηαργύρη τον Γενάρη του '42, τον Απρίλη του '42 παντρεύτηκα, τον Νοέμβρη του ίδιου χρόνου βγήκαμε στο θέατρο. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα.
Έχετε παίξει όλες σχεδόν τις τραγικές ηρωίδες. Ποια είναι η προσωπική σας προσέγγιση στην αρχαία τραγωδία;
O Κουν δεν μας είχε διδάξει ποτέ τραγωδία, παίξαμε όμως μια φορά στο κλειστό θέατρο του Μουσούρη τις «Χοηφόρες» ακριβώς όπως παίζαμε τα άλλα έργα. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με το κείμενο της αρχαίας τραγωδίας και μου έχει μείνει μια φράση: «Σταλτή για να προσφέρω χοές από το παλάτι κίνησα γοργοστηθοκοπούμενη». Αυτό το «γοργοστηθοκοπούμενη» μου άρεσε τόσο! Την έλεγα και την ξανάλεγα τη λέξη… Με τον Μινωτή έπαιξα την Ιώ στον «Προμηθέα Δεσμώτη». Εμένα, ομολογώ τότε δεν μου πολυάρεσε η τραγωδία, μάλιστα έβλεπα κάτι παραστάσεις που δεν μου άρεσαν καθόλου. Η Παξινού για να παίξω την Ιώ με έπαιρνε σπίτι της από το πρωί έως το βράδυ και με καθοδηγούσε για την κίνηση, την άρθρωση… Ό,τι ήταν να μάθω το έμαθα από την Παξινού και τον Μινωτή. O καθένας έχει τον δικό του τρόπο να προσεγγίζει το κείμενο. Εγώ πιστεύω ότι το κείμενο της τραγωδίας το διαβάζεις μέχρι την τελευταία στιγμή. Το βιβλίο το είχα μέσα στο καμαρίνι μου και την ημέρα της πρεμιέρας. Πάντοτε κάτι βρίσκεις μέσα στο κείμενο. Το αγάπησα πολύ το αρχαίο κείμενο, ήταν ένα δεύτερο ξεκίνημα της θεατρικής μου ζωής, πολύ πιο ουσιαστικό! Oι νέοι ηθοποιοί που διδάσκω στην αρχή είναι διστακτικοί απέναντι στην τραγωδία αλλά σιγά – σιγά, όταν τους εξηγώ το κείμενο, γοητεύονται. Υπάρχει, βέβαια, και ένα πρόβλημα, γιατί πηγαίνοντας να δουν σήμερα αρχαία τραγωδία με όλους αυτούς τους νεωτερισμούς, μάλλον κακό τους κάνει, γιατί το κείμενο χάνει τη γοητεία του εντελώς.
Υπάρχει κάποιος ρόλος που δεν έχετε παίξει μέχρι σήμερα και θα θέλατε να παίξετε; Κάτι σαν απωθημένο;
Ποτέ δεν είχα. Και ποτέ δεν έλεγα «αχ να παίξω αυτόν τον ρόλο» γιατί κατά σύμπτωση τον έπαιζα. Τα πράγματα έρχονταν έτσι που μου δινόταν η ευκαιρία να παίξω και αυτό το ρόλο! Επίσης, δεν πιστεύω στη διάκριση μικροί και μεγάλοι ρόλοι. Τι θα πει μικρός ρόλος; Το θέμα είναι εσύ να αισθάνεσαι καλά μέσα στο ρόλο και τότε ο ρόλος γίνεται μεγάλος. Η Κυρία Κλάιν που έπαιξα τελευταία ήταν σαν ένα δώρο, γιατί ήταν ένα καινούργιο έργο που με ενδιέφερε και έτυχε να είναι μια καλή παράσταση. Ήταν μια αναζωογόνηση. Αισθάνθηκα άνετα, καλά, ότι κάτι έχω μάθει. O Νέζερ έλεγε ότι πάντοτε μαθητεύεις στο θέατρο και λέγαμε: «μα είναι δυνατόν, όταν έχεις φτάσει σε αυτή την ηλικία να μαθητεύεις ακόμα»; Κι όμως. Πραγματικά μαθαίνεις πράγματα πάντοτε, μαθαίνεις για τον εαυτό σου, για τη ζωή. Είναι σπουδαίο το θέατρο. Έχει πίκρες και πόνο αλλά σου γεμίζει τη ζωή. Δεν έχω απωθημένα. Το μόνο που έχω πει είναι: «τι ωραία που παίζει εκείνος ή εκείνη η ηθοποιός, να μπορούσα να παίξω και εγώ έτσι»... είτε βλέπω θέατρο στο εξωτερικό είτε στην Ελλάδα είτε τους νέους ηθοποιούς οι οποίοι είναι καταπληκτικοί και τους χαίρομαι.
Υπάρχει κάποιος ρόλος που να τον ξεχωρίζετε από τους άλλους, ένας αγαπημένος ρόλος;
Έχω αγαπημένες στιγμές και συνεργασίες, συγκυρίες που έτυχαν σε ρόλους. Πάντοτε αναφέρω τη Μάρσα στις «Τρεις Αδελφές» του Τσέχωφ που μου αρέσει πάρα πολύ σαν ρόλος αλλά ήταν και μια πολύ ωραία συγκυρία τότε. Είχαμε μεταφερθεί όλοι στο Εθνικό και ανέβηκαν οι «Τρεις Αδελφές» με ένα κράμα ηθοποιών «Κουνικών» και «Ροντηρικών». Ήταν μια διανομή θεία, καταπληκτική: Κατράκης, Κωτσόπουλος, Καλλέργης, Γαλανός, Καλογιάννης, Διαμαντόπουλος, Μεταξά, Χατζημάρκος κ.ά. Αυτός ο ρόλος και οι συγκυρίες της παράστασης είναι που μου έχουν μείνει έντονα στο νου.
Ενώ έχετε μια παράδοση τραγικής ερμηνεύτριας στο θέατρο, κάποιες φορές το κοινό είχε την ευκαιρία να σας απολαύσει σε ρόλους όπου αναδείχτηκε η κωμική σας φλέβα...
Η κωμωδία μου αρέσει πολύ. Και μου το έλεγε και ο Σολωμός, αυτός ο σπουδαίος σκηνοθέτης, ότι έπρεπε να παίξω κωμωδία. Κωμωδίες έχω παίξει ελάχιστες, κυρίως στο Βασιλικό Θέατρο της Θεσσαλονίκης. Τότε θυμάμαι μου έδωσαν να παίξω τον «Πειρασμό» του Ξενόπουλου. Εγώ, βγαλμένη από τον Κουν, λέω: «Ξενόπουλο; Εγώ που έπαιζα μόνο Ίψεν»; Και ο Κουν μου είχε πει ότι είμαι δραματική ντάμα, δεκαοκτώ χρόνων! Πώς λοιπόν τώρα θα κάνω αυτόν τον ρόλο; Μάλλον επειδή έχω ήπιο χαρακτήρα μου αρέσει να παίζω δραματικούς χαρακτήρες. Κάπου πρέπει να ξεσπάσω και εγώ. Ξεσπάω, λοιπόν, στους ρόλους!
Πώς βλέπετε τη νέα γενιά Eλλήνων ηθοποιών; Σε τι μοιάζουν και σε τι διαφοροποιούνται από τα βιώματα της δικής σας γενιάς;
Είχα και έχω πάρα πολλούς μαθητές, καθώς διδάσκω κάπου σαράντα χρόνια. Αυτό που κάνει κακό είναι το χρήμα. Τα νέα παιδιά θέλουν να βγάλουν αμέσως χρήματα, να γίνουν πρωταγωνιστές μέσα σε μια νύχτα, να γραφτεί το όνομά τους στη μαρκίζα. Πράγματα που σε εμάς δεν έπαιζαν κανένα ρόλο γιατί δεν μας τα είχαν διδάξει, δεν τα ξέραμε, δεν μας ενδιέφεραν. Εμάς τότε δεν μας ένοιαζε ποτέ το χρήμα, τρεις δεκάρες παίρναμε και στον Κουν… Θυμάμαι τα πρώτα μου χρήματα τα πήρα ένα ματσάκι λουλούδια στα Χαυτεία! Το χρήμα, λοιπόν, διαφθείρει και κάνει κακό στα παιδιά, ειδικά στα παιδιά που έδειχναν ότι είχαν δυνατότητες να προχωρήσουν. Χαίρομαι μαθητές μου όπως ο Βαλτινός, η Ζούνη και ο Βούρος. Δεν μπορεί ένα παιδί που όλη μέρα είναι στο στούντιο και γυρίζει τηλεόραση να μαθητεύσει στο θέατρο. Η τηλεόραση πάντα κρατάει λίγο, όσο το σίριαλ, μετά τι γίνεται; Δεν ξέρω εάν σήμερα οι σκηνοθέτες προσέχουν τους ηθοποιούς όπως πρόσεχαν εμάς τότε οι δάσκαλοί μας. Αλλά τότε ήμασταν και πολύ λίγοι. Η τρομάρα μου ήταν τότε να πετύχω για τους δασκάλους μου, την Παξινού και τον Μινωτή, που τόσο είχαν παιδευτεί να με διδάξουν.
Πώς διακρίνετε το ταλέντο σε έναν νέο που θέλει να γίνει ηθοποιός;
Είναι πολύ δύσκολο και γίνονται και πολλά λάθη στις εξετάσεις. Oι προϋποθέσεις είναι: να είναι αρτιμελής, να έχει καλή άρθρωση, να έχει μια ευχάριστη εμφάνιση και προπαντός μια ευγένεια. Δηλαδή με το πώς θα ανοίξει την πόρτα και θα πει το παιδί «χαίρετε» ήδη ξέρεις εάν θέλεις να δουλέψεις με αυτό το παιδί. Δεν ξέρω εάν έχει ταλέντο, αλλά μου αρέσει.
Το ταλέντο τι είναι;
Για μένα το ταλέντο είναι 90% δουλειά. Γι' αυτό λέω ότι ορισμένα παιδιά πάνε χαμένα, γιατί δεν κάθονται να δουλέψουν αυτό το ταλέντο, το χάρισμα που έχουν.
Πώς βλέπετε το θέατρο στην Ελλάδα σήμερα;
Νομίζω ότι έχουμε πολύ σπουδαίους ηθοποιούς, αλλά πρέπει οι δυνάμεις να ενωθούν. Είναι ωραία τα σχήματα που κάνουν τα νέα παιδιά αλλά χρειάζονται κάποιον να τους καθοδηγήσει, το τρίτο μάτι. Είμαι πάντως πολύ αισιόδοξη για τα νέα παιδιά, γιατί αγαπούν το θέατρο και είναι πολύ πιο έξυπνα από εμάς και πολύ πιο μορφωμένα, διαβάζουν πάρα πολύ.
Και η στάση της Πολιτείας; Θεωρείτε ότι υπάρχει η απαραίτητη φροντίδα για το θέατρο;
Δεν νομίζω ότι υπάρχει καθόλου. Τα περιφερειακά θέατρα που ήταν μια πολύ ωραία ιδέα της Μελίνας έχουν πλέον ξεφτίσει, διότι μπαίνουν στη μέση οι τοπικοί παράγοντες και χάνεται όλη η ουσία.
Άλλωστε δεν έχουμε δει και πολιτικούς αφότου έχουν αναλάβει μια θέση να πάνε να δουν μια παράσταση. Δεν ενδιαφέρονται.
Θα αντέξουμε όμως, και τα παιδιά αντέχουν, θα πάμε καλά. Είμαι πολύ αισιόδοξη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου