Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Η ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ
Υπάρχει μία φυσική εξέλιξη των πρώιμων αγροτικών εορτών της σποράς και της συγκομιδής, που από εξωστρεφής χαρούμενες πανήγυρεις οδήγησαν στα Μυστήρια. Αυτό οφείλεται βασικά στη σύλληψη μιας ιδέας ταύτισης. Μέσα από την παρατήρηση του κύκλου των εποχών του έτους, που πρόσφερε το δέσιμο με τη γη και την καλλιέργειά της, αναδυόταν αργά αλλά σταθερά η βίωση αντίστοιχων αλλά έντονων συναισθημάτων μέθεξης. Η ανθοφορία της άνοιξης, ο κάματος του θέρους, η παρακμή του φθινόπωρου και το πάγωμα του χειμώνα, πρόσφεραν εμπειρίες που συνδέονταν με τον κύκλο της ανθρώπινης ύπαρξης, τη γέννηση, την ώριμη ηλικία, τα γηρατειά και το θάνατο. Αλλά ενώ στην περίπτωση της ανθρώπινης ζωής ο κύκλος αυτός θραύεται οριστικά και αμετάκλητα, η παρατήρηση της φύσης οδηγούσε στη διαπίστωση ότι ενυπήρχε σε αυτή μια θαυματουργός δύναμη αναγέννησης και υπέρβασης της φθοράς, η αέναη επανάληψη του κύκλου. Αυτή η αποκάλυψη, ενείχε βέβαια για τον προβληματισμένο άνθρωπο έναν πόνο και μια αίσθηση απόρριψης. Αλλά παράλληλα του πρόσφερε μια ελπίδα και μια προσδοκία. Καθώς και ο ίδιος ήταν μέρος αναπόσπαστο αυτής της φύσης. Τα Μυστήρια ενίσχυαν ακριβώς αυτή την προσδοκία. Το δικαίωμα της ζωογόνου και βέβαιης σύνδεσης με εκείνη τη μαγική δύναμη αναγέννησης και ανάστασης που βρισκόταν πέρα και πάνω από τις εποχές και τους κύκλους, περιέρρεε όμως μέσα τη φύση και υποκρυπτόταν στο θαύμα της ζωής.
Αυτή τη δύναμη την εντόπιζαν να ενυπάρχει και να αξιοποιείται αποτελεσματικά από τα όντα εκείνα που προσωποποιούσαν αργότερα τα στοιχεία της φύσης και τα φαινόμενα, αλλά που δεν ταυτίζοταν με αυτά. Από τον Ήλιο που έδυε και ανέτειλε καθημερινά, από τον Αίολο, που δεν εξαφανιζόταν όταν δεν υπήρχε άνεμος, αλλά που επανερχόταν άνετα και ψιθυριστά κάθε φορά με αυτόν. Από τις Νύμφες και τις Δρυάδες που χόρευαν αιώνια πάνω από τα ύδατα και τη βλάστηση, ανεξάρτητα από τις μεταβολές τους. Το επόμενο βήμα ήταν να εντοπιστούν όταν που εμφάνιζαν ένα ιδιαίτερο δεσμό, μια οικεία και φιλική σύνδεση με το ανθρώπινο γένος. Όχι βέβαια με τους ατάραχους Ολύμπιους θεούς, αλλά με εκείνους τους θεούς που περιφέρονταν στις συνοικήσεις, όπως ήταν ο Διόνυσος, η Δήμητρα και η Κόρη. Και εδώ βιώνεται για πρώτη φορά η αλληγορία. Η σπορά και η βλάστηση γίνονται τέλεσμα και μύθος και ο θάνατος του νεανικού θεού, θα προσφέρει μέσα από την Ανάσταση που γίνεται πάντα την άνοιξη, την ελπίδα της προσωπικής ανάστασης του Μύστη.
ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ
Το πρώτο δείγμα λατρείας και υπέρβασης της πρωτόγονης εγωιστικής αρπαγής και ανάλωσης, έγινε από τους ευαίσθητους εκείνους συλλέκτες του πλανήτη, όταν αισθάνθηκαν την ανάγκη να κάνουν προσφορές καρπών, ανθέων και φρούτων, αυτών ειδικά που αποκλήθηκαν "απαρχές". Τα πρώτα και τα καλύτερα δείγματα της όποιας συλλογής τους, τα εναπόθεταν με κάποιο τελετουργικό τρόπο για ένα διάστημα "εκεί", πάνω στις τράπεζες προσφορών προς διάθεση, για να χρησιμοποιηθούν από τα άλλα "όντα", ορατά και αόρατα και να ικανοποιηθούν και αυτά. Και μόνο τότε, απαλλαγμένοι από το ταμπού που αυτά έφεραν σαν αλλότρια, μπορούσαν να επιτρέψουν στον εαυτό τους την πολυτέλεια και την ανάγκη να χρησιμοποιήσει με φειδώ τα υπόλοιπα. Αυτή η αρχή καταγράφηκε τόσο έντονα στο ομαδικό συνειδητό των Ελλήνων, που μεταφέρθηκε και σε άλλα είδη, όχι πια μόνο συλλογής αλλά και παραγωγής τους. Στην κλασική λ.χ. εποχή οι αγγειοπλάστες αφιέρωναν τα πρώτα και τα πιο όμορφα αγγεία τους στη θεά Αθηνά, και μετά θεωρούσαν ότι έχουν το δικαίωμα να κάνουν συναλλαγές πάνω στα επόμενα έργα της τέχνης τους.
Ακόμα και τα δικά μας "πρόσφορα", στην εκκλησία, είναι συνέχεια αυτής της πανάρχαιας εκδήλωσης και ανάγκης. Και στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ημέρα των Ευχαριστιών, έχουν αναδειχθεί, σε εθνική σχεδόν εορτή. Και εδώ αξίζει να σημειωθεί, ότι η προσφορά καρπών, φρούτων και άλλων αγαθών είναι από μόνη της μια "θρησκευτική" πράξη με τη βαθύτερη σημασία της λέξεως. Γιατί πέρα από ένα σκηνικό περίγραμμα (βωμός), προϋποθέτει την τελετουργική αντίληψη ότι η πράξη αυτή δεν είναι μια πράξη μάταιη ή κοινή. Προϋποθέτει επίσης αντίστοιχα, την ύπαρξη ενός "Κυρίου της βλάστησης" ή μιας "Mεγάλης Μητέρας" που δέχεται, αναγνωρίζει ή ακόμα ανταποδίδει κάτι θετικό έναντι αυτής.
Στην απλούστερη εξήγησή της είναι μια ήρεμη πράξη έμφυτης γενναιοδωρίας και μιάς αγνής "ευσέβειας", όπως μας βεβαιώνει και ο Θεόφραστος στον Πορφύριο (Περί αποχής των εμψύχων, 2,5.20-27). Για το θέμα αυτό βλ. επίσης Πλατ. Νόμοι 782c, Αριστ. Ηθ. Νικ. 1160α 25-7, (Εύμαιος) Οδ. Ξ 414-53.
ΤΑ ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑ
Τα θεσμοφόρια σα θεσμός, υπήρξαν η αρχαιότερη και η πιο διαδεδομένη Ελληνική αγροτική γιορτή, της οποίας καταβολές βρίσκουμε και στη λίθινη ακόμα εποχή. Στην αρχική της μορφή αυτή η γιορτή φαίνεται ότι ήταν αφιερωμένη στη λατρεία της θεάς της γονιμότητας. Για να τιμήσουν τη Γη Μητέρα, τη μεταγενέστερη Δήμητρα, οι παντρεμένες γυναίκες της κοινότητας, οι μητέρες, με έντονες παρορμήσεις προφανώς από τις μητριαρχικές τους καταβολές οι οποίες ήταν βαθύτατες, εκφράστηκαν δραματικά για πρώτη φορά μετά από τις Δαναΐδες που ίδρυσαν και το θεσμό αυτό.
Οι μητέρες λοιπόν έκαναν μια φορά τουλάχιστον το χρόνο την τελετουργική τους επανάσταση κατά των συνοικήσεων, του γάμου, του νόμου και της τάξης. Οργάνωναν μια ειδική γιορτή στην οποία αυταρχικά έπαιρναν μέρος μόνο εκείνες. Αποκλείονταν αυστηρά οι άνδρες και οι ανύπαντρες γυναίκες από αυτή. Οι άντρες, όχι μόνο ήταν υποχρεωμένοι να δέχονται αυτή την ανταρσία, αλλά έπρεπε αργότερα να καταβάλλουν στις γυναίκες τους σαν χορηγοί και όλα τους τα έξοδα. Ήταν μια μοναδική ευκαιρία για τις νοικοκυρές, να εγκαταλείψουν τους άντρες τους, τα παιδιά τους και τα σπίτια τους και ομαδικά, αυτές οι σεμνές κυρίες, με βωμολοχίες, με απρεπείς χειρονομίες και με λοιδορισμούς, έτρεχαν να βρεθούν όλες μαζί, μερικά ημερόνυχτα μακριά από τους κατοικημένους τόπους, κάπου στην εξοχή. Έπαιρναν μαζί τους σκηνές, τρόφιμα, τελετουργικά εργαλεία, δάδες, και ζωντανά χοιρίδια (υς των νεογνών). Η απουσία των ανδρών προσέδιδε σε αυτές τις γιορτές ένα έντονο μυστηριακό χαρακτήρα και ένα χρώμα ανεπανάληπτου πρωτογονισμού. Ήταν μια δυναμική επιστροφή των γυναικών στα άδυτα της μητέρας φύσης. Στα ιερά της Δήμητρας, και κατά τους ιστορικούς ακόμα χρόνους, υπήρχαν αγάλματα που οι άντρες δεν επιτράπηκε ποτέ να τα δουν. Αλλά και τα μυστικά των τελετών αυτών διατηρήθηκαν τόσο καλά, που ακόμα κι ο Αριστοφάνης στις "Θεσμοφοριάζουσες" δεν μπορεί να μας δώσει ικανοποιητικά στοιχεία για το περιεχόμενό τους. Ο Ηρόδοτος παρατηρεί ειδικά ότι η ευσέβειά τους δεν του επιτρέπει να αναφέρει περισσότερα πράγματα για τα Θεσμοφόρια και θεωρεί ότι ο αρχικός, ο Πελασγικός τους χαρακτήρας όπως τον προσδιόρισαν οι Δαναίδες, διατηρήθηκε, μετά την κάθοδο των Δωριέων, μόνο στην αγαπημένη Αρκαδία. Οι (ξανά) αναστημένες μητριαρχικές αυτές ομάδες, οργανωμένες κάτω από δύο "άρχουσες", έστηναν ένα ειδικό βωμό στο ύπαιθρο και παράμεναν γύρω του ακοίμητες σε σκηνές, πάνω σε κλίνες φτιαγμένες από κλάδους λυγαριάς που κατεπράυναν όπως πίστευαν, την ευαίσθητη θηλυκή τους υπόσταση, τις σεξουαλικές ορμές. Οι γιορτές αυτές στις οποίες το αρχικό ξεφάντωμα μετατρεπόταν σε βαθιά και στοχαστική μελαγχολία, κρατούσαν αργότερα, όταν τυποποιήθηκαν, από τρεις ημέρες (Αθήνα, Σπάρτη, Άβδηρα), μέχρι δέκα (Συρακούσες). Η πρώτη ημέρα ονομάζετο φυσικά "άνοδος" (στο βουνό ή και επάνοδος) της Δέσποινας του Κάτω Κόσμου από εκεί, από τα Χθόνια. Η δεύτερη όπου κάθονταν κατάχαμα και κατά την οποία τηρούσαν απόλυτη νηστεία, λεγόταν "νηστεία" ή "μέση". Και η Τρίτη (ή η τελευταία) "καλλιγένεια", προσδιορίζοντας έτσι και το σκοπό των τελετών αυτών, δηλαδή την ευγονία, την πολυτεκνία και την ευφορία της γης, για τα οποία αναδείκνυαν έτσι τον εαυτό τους οι γυναίκες, εξουσιαστικά και μοναδικά υπεύθυνο. Και τις υπόλοιπες μέρες νήστευαν βέβαια, τρώγοντας μόνο σουσαμόψωμο, "σησαμούντας" ή μόνο σπόρους από ρόδια. Η θυσία των μεταφερθέντων ζώων που ήταν και το κύριο μέρος της τελετής, γινόταν τη νύχτα. Σε παρακείμενα απότομα χάσματα και κρημνούς, ή σπήλαια (Μέγαρα) όπου λόγω της επιλογής και της πανάρχαιας ανάλογης χρήσης τους, υπήρχαν σε αυτά φίδια (δράκοντες ους νομίζουσι φρουρούς των αδύτων), αρουραίοι, νυχτερίδες και αρπακτικά, οι θεσμοφοριάζουσες, με κραυγές και αποτρόπαιες χειρονομίες, φέροντας αναμμένους δαυλούς κατακρήμνιζαν κυρίως ζωντανά χοιρίδια, κλαδιά από πεύκα με κώνους και ομοιώματα φαλλών και φιδιών καμωμένα από ειδικό ζυμάρι (άρρητα ιερά εκ στέατος του σίτου κατασκευασμένα, μιμήματα δρακόντων και ανδρών σχημάτων).  Την επόμενη νύχτα, πραγματοποιούσαν την κυρίως Μύηση. Τις καινούργιες δηλαδή γυναίκες που έπαιρναν μέρος στην τελετή, ή τις νεώτερες τις οποίες ονόμαζαν "αντλήτριες" και που αυτές έπρεπε να νηστεύουν και τις τρεις ημέρες, (καθαρεύσασαι τριών ημερών) τις κατέβαζαν δεμένες με σκοινιά κάτω σ' αυτό το βάραθρο για να περισυλλέξουν με τη βοήθεια των πυρσών τους ότι είχε απομείνει από τα θύματα, συνοδεύοντας για τη σωτηρία τους, τόσο το κατέβασμα, όσο και το ανέβασμά τους με υστερικές τελετουργικές φράσεις, χειρονομίες, θορύβους και κραυγές. Αυτά τα υπολείμματα των προσφορών που έσωζαν με τόσο κίνδυνο οι νεόφυτες, αφού τα αναμείγνυαν με κοπανισμένο σιτάρι, τα τοποθετούσαν την Τρίτη ημέρα τελετουργικά, με αναστάσιμους ύμνους, τραγούδια και χορούς, πάνω στο βωμό της θεάς της γονιμότητας. Έτσι, τα "θεσμοφόρια", (θεσμός είναι αυτό που αποτίθεται, το κατάθεμα) ήταν η γιορτή κατά την οποία οι γυναίκες "μετέφεραν εκείνα τα οποία επρόκειτο να τοποθετηθούν" αφιερωματικά μετά τις σχετικές τελετές, πάνω στο βωμό της θεάς της γονιμότητας. Οι νεώτεροι έδωσαν βέβαια άλλη εξήγηση και ήθελαν να οφείλεται η ονομασία τους, στους "θεσμούς" που όρισε η Δήμητρα για τη σπορά. Στο τέλος της γιορτής, αυτά τα αφιερωμένα κατάλοιπά τα μοιράζονταν μεταξύ τους. Άλλα κρατούσαν σα φυλαχτά, άλλα τοποθετούσαν στα σπίτια τους σαν αποτρόπαια, ενώ τα περισσότερα, αλεσμένα, τα σκόρπιζαν στους αγρούς για ευφορία. Γιατί μέσα από τα πάθη, είχαν αντλήσει τη μαγική ενέργεια για να ξαναρχίσει ο κύκλος της ζωής. Γι' αυτό και οι γιορτές αυτές γίνονταν λίγο πριν από τη φθινοπωρινή σπορά. Έτσι στα θεσμοφόρια, όπου οι γυναίκες αντιδρώντας στη συμβατική τους καθημερινότητα, επαναστατούσαν κατά της ιδέας του γάμου και ανάγονταν πεισματικά σε πρωταρχικές μορφές έκφρασης και έντασης, είχαν το προνόμιο να πάρουν μέρος και να μεθέξουν βιωματικά, να ξαναμυηθούν σε ένα κύκλο συμπυκνωμένης αλλά φυσικής εμπειρίας σύλληψης, εγκυμοσύνης και μητρότητας. Η γέννηση και η ζωή οδηγούσαν - για κάποιο ανεξήγητο λόγο - στην κατάπτωση, τη δυστυχία, τα πάθη και το θάνατο. Στο βάραθρο. Αλλά διαισθάνονταν παράλληλα ότι ήταν δυνατό μέσα από την εμπιστευμένη τελετουργία, η φύση να αποκαλύψει τα μυστικά της και θαυματουργά να ακολουθήσει το μυστήριο της ανάσυρσης, της ευφορίας και της Ανάστασης. Αυτές οι γιορτές έχουν τεράστια σημασία, γιατί θα αποτελέσουν αργότερα, τον πυρήνα πολυπλοκότερων τελετών και μυστηρίων, όπως είναι τα Διονύσια και ο Μαιναδισμός και κυρίως προσδιόρισαν αποφασιστικά τη μορφή των Ελευσινίων. Στη Θάσο και τη Νάξο μάλιστα, έχουν βρεθεί στα αντίστοιχα ιερά και χάσματα, πήλινα ομοιώματα χοιριδίων με ανοιχτές, σχισμένες κοιλιές, ένδειξη για συμβολικές πια και μόνο θυσίες. Έτσι, καθώς η γυναικεία ευαισθησία υιοθέτησε εδώ για πρώτη φορά τη μίμηση, το σήμα και την υποκατάσταση, το τέλεσμα αποκτά πρωτεϊκά πια μορφή και διανοίγει μοναδικές προοπτικές έκφρασης και τέχνης. Οδηγεί κατ' ευθείαν στην Τραγωδία και το Θέατρο. Και με τον Ορφισμό, που είναι αντίθετος με τις αιματηρές θυσίες, τα Θεσμοφόρια δημιουργούν πλέον μια κοινή αναφορά και ρίζα. Ανάγονται στις "απαρχές", που εκφράζουν και αυτές την ανάγκη του ανθρώπου για προσφορές, όχι αναγκαστικά πια με θυσίες ζώων, αλλά ουσιαστικά αναίμακτες όπως εκδηλώθηκαν για πρώτη φορά "θεσμοφοριακά" στην ήρεμη περιοχή των Κυκλάδων, με τελετουργικό όχημά τους τον Κέρνο και σχεδόν αποκλειστικό υλικό, το ιερό άνθος του κρόκου, που καλλιεργήθηκε λατρευτικά και επίπονα και στη Θήρα.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΗΤΕΡΑ
Η "Μεγάλη Μητέρα", που οι τελετές της ανάγονται στη νεολιθική και την πρώιμη εποχή του χαλκού, γίνεται στη Μινωική Κρήτη το κατ' εξοχήν γνώρισμα αυτής της παράδοσης και αγκαλιάζει θερμά, ολόκληρο το σύμπαν της. Για πρώτη φορά μάλιστα εδώ, από αόριστη δύναμη της φύσης, αποκτά όνομα. Αναφέρεται σαν "Πότνια" στις πινακίδες της γραμμικής γραφής, και ιερά της βρέθηκαν σε πολλά μέρη της Μεγαλονήσου. Δεν αισθανόμαστε έτσι έκπληξη όταν ανακαλύπτουμε προσφορές προς αυτήν από μέλι και μέσα στο Λαβύρινθο, την περίτεχνη κυψέλη αυτού του θρησκευτικού μυσταγωγήματος. Είναι φυσικά αφιερωμένες στην "Πότνια του Λαβύρινθου". Τα ονόματά της αρχίζουν σιγά-σιγά να πολλαπλασιάζονται και επί τέλους - προς μεγάλη μας χαρά - ονομάζεται με περιπάθεια, με σεβασμό και με αλαζονεία από τους ανθρώπους, "Μητέρα", μητέρα της ζωής και του κόσμου. Αλλά για να υπογραμμισθεί το απέραντο σαν τον ορίζοντα λίκνο της, είναι πάντα δεμένη πια με τόπους και συνήθως με κορυφές ορέων: "Μήτηρ Ορεία", "Μήτηρ Ιδαία", "Μήτηρ Δινδυμήνη" (από το όρος Δίνδυμο, Δίκτη κ.λπ.). Υπήρξε οντότητα Υπερβατική, αλλά παράλληλα γήινη και πολυδιάστατη: οικιακή φύλακας, προστάτιδα της πόλης, θεά της φύσης και χθόνια θεότητα. Έτσι τα σύμβολα της είναι ανάλογα: Ο Διπλούς Πέλεκυς για την πόλη, το φίδι για το σπίτι και τον κάτω κόσμο, οι στήλες για το ύπαιθρο και τη φύση και τα πουλιά για τον ουρανό.
O Πάρεδρος της Mεγάλης Mητέρας
Στη διάστασή της που συνδέθηκε με τη φύση, τη βλάστηση και την αναγέννηση, η Μεγάλη Μητέρα, καθώς δεν ήταν δυνατό, δεν επιτρεπόταν να παρακολουθήσει προσωπικά σαν απόλυτη θεά, τη δοκιμασία του κύκλου της ζωής, να πεθάνει δηλαδή το χειμώνα και να αναστηθεί την άνοιξη, το ρόλο αυτό αναλαμβάνει μια υποδεέστερη, μια πάρεδρη αρσενική θεότητα που εμφανίζεται σαν γιος της ή σύζυγος. Το όνομά του στην αρχή είναι Γελχανός που αργότερα εξελίχθηκε και σε επίθετο του Δία και είναι η πρώτη εμφάνιση αυτού του συμπυκνωμένου σε νοήματα όντος, που θα καθιερωθεί αργότερα σαν ο Μύστης, ο Γιος της, ο "Κούρος" της. Και αυτός ο Κούρος είναι που θα συνεχίσει την εξέλιξή του, και με μια αντίστοιχη θέση που θα καθέξει στο ανθρώπινο επίπεδο, θα προαχθεί στοργικά, θα του ανατεθούν καθήκοντα ιερατικά και κυρίως εγκόσμια και οργανωτικά. Έτσι, που ο άντρας πια στην Μητριαρχική κυρίως αυτή κοινωνία θα αποκτήσει δικαιωματικά μέσα από ένα φυσικό καταμερισμό, ισοτιμία, δύναμη και εξουσία. Κοσμική μάλιστα εξουσία υπέρτερη, καθώς θα γίνει βασιλιάς και Μίνωας. Αλλά που όλα αυτά θα τα σεβασθεί και σοφά θα τα αυτοπεριορίσει.
Oι παραλλαγές της Mεγάλης Mητέρας
Η Βριτόμαρτις, είναι μια άλλη διάσταση της θεάς Μητέρας σαν εξειδιασμένη πια θεότητα των ορέων, των θηρίων και του κυνηγίου, που συνδέεται επίσης και με τη θάλασσα και τα αλιεύματα, αποκαλούμενη τότε Δίκτυννα (των δικτύων των αλιέων). Με το χρόνο θα αλλάξει και πάλι όνομα, για να γίνει αργότερα η γνωστή θεά Άρτεμις (που τα δύο ονόματά της παίζουν όμως ηχητικά).
Tα Mυητικά της Tελέσματα
H τελετουργία εξελίσσεται. Για πρώτη φορά εδώ στην Kρήτη παύει να είναι απλά ικετευτική, έχει πλέον αντίστιξη. O πιστός γίνεται εκλεκτός, ο επιλεγμένος. Kαι δεν εκφέρει απλά άναρθρες κραυγές ή δογματικό πείσμα, έχει παρουσία, συνοχή και λόγο. Για παράδειγμα, στην είσοδο του ιερού της Mητέρας στη Φαιστό μια επιγραφή υπενθυμίζει ότι η θεά προσφέρει "ένα μεγάλο θαύμα σε εκείνους που μπορούν να αποδείξουν την καταγωγή τους" (τα ανάλογα δηλαδή με τα μυστήρια αυτά πνευματικά προσόντα και φυσικές ιδιότητες). Tο είδος αυτής της καταγωγής επιβεβαιώνεται από το δεύτερο μέρος της επιγραφής που εναντιώνεται "σε αυτούς που κακώς προσπαθούν να επιβάλουν την είσοδό τους, στο γένος των θεών" (Burkert 1994). Έτσι, μόνο αυτοί που ενεργητικά και πειστικά μπορούν να αποδείξουν τη συγγένειά τους με το θείο, που είναι οι εκλεκτοί της, γίνονται δεκτοί και απολαμβάνουν το μεγάλο θαύμα της υιοθεσίας από την αιώνια Mητέρα. H τελετουργία επιλέγει πια και η μύηση ιεραρχεί. Ο ξανθός Ραδάμανθυς, πάρεδρος στην αρχή της Μεγάλης Μητέρας, ενηλικιώνεται και μετακινείται αργότερα στη νότια Κρήτη. Με αυτόν θα συνδεθεί ονομαστικά μια ελπιδοφόρα μεταθανάτια αντίληψη που είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη των μεταγενέστερων Ελλήνων. Η ιδέα των Ηλυσίων πεδίων και των νήσων των Μακάρων, καθαρά Μινωική προβάλλει μια προελληνική εικόνα του άλλου κόσμου, η οποία θα κορυφωθεί αργότερα όπως θα δούμε, στα Ελευσίνια Μυστήρια (Nilson).
Τα Γνωρίσματα των Τελετών της Μεγάλης Μητέρας
Τα κύρια εξωτερικά χαρακτηριστικά της θρησκευτικής αντίληψης του Μινωικού κόσμου, τα οποία διαφέρουν βασικά από τις αντίστοιχες πρακτικές της Μέσης Ανατολής και επιβεβαιώνουν την πρωτοτυπία του, είναι:
1) Το ιερατείο του αποτελείται εδώ τόσο από ιερείς, όσο κυρίως και από ιέρειες.
2) Πέρα από τις γνωστές τελετές προσφορών και θυσίας, πραγματοποιούνται θρησκευτικές συγκεντρώσεις όπου οι πιστοί προσδοκούν και βιώνουν την "επιφάνεια" του θεού ή της θεάς. Σε αυτές οραματίζονται την κάθοδο και την "ενοίκιση" των θεών τους στο σώμα ενός ιερέα ή πιστού, ή ακόμα και την εμψύχωση ενός ιερού αντικειμένου. Υπάρχει έτσι όχι μόνο συγγένεια, αλλά και κοινωνία του ανθρώπινου και του θείου και
3) Υπάρχει μία έντονη προτίμηση για συγκεντρώσεις μακριά από τους κατοικημένους τόπους και οι τελετές πραγματοποιούνται σε κορυφές βουνών και σε σπήλαια, πράγμα που προδίδει μια ολιστική, συμπαντική αντίληψη της ζωής (Dickinson).
Mια σύνοψη από τον Oμηρικό Ύμνο στη Δήμητρα
Θα υμνήσω τη Δήμητρα την καλλίκομη και τη σεμνή θεά και την κόρη της την όμορφη, που ο Αϊδωνέας την άρπαξε. Κάποτε, η λεπτοκαμωμένη κόρη έπαιζε, σε χλοερό λειμώνα, μακριά από τη μάνα της, αμέριμνη. Με τις ορθόστηθες τις κόρες του Ωκεανού παρέα, μάζευε κρόκους και υάκινθους και βιολέτες πολύχρωμες. Ο ανοιχτός Ουρανός από πάνω και η γη ολόκληρη από κάτω, χαμογελούσαν. Τότε ακριβώς, ένας νάρκισσος που άνθιζε με εκατό τόσα πέταλα, παγίδα έγινε γι' αυτήν καθώς θαμπώθηκε απ' την ομορφιά του, κι' άπλωσε τα χέρια της γιά να τον πιάσει. Γιατί ξαφνικά σχίστηκε η γη κι' ο Πλούτωνας, ο Κύριος του κάτω κόσμου, ξεπρόβαλλε και άρπαξε παρά τη θέλησή της την όμορφη την Κόρη, γιά να την κάνει γυναίκα και βασίλισσά του. Κι' εκείνη ολοφυρόταν και ξεφώνιζε καλώντας σε βοήθεια τον Ύψιστο πατέρα της, το Δία. Κανείς όμως απ' τους θνητούς ή αθάνατους δεν άκουσε τις οιμωγές της. Όμως οι πλαγιές των βουνών αντήχησαν τη θεία φωνή της, το ίδιο και της θάλασσας τα βάθη. Και η μάνα της η Δήμητρα την άκουσε. Ένας δυνατός πόνος έσφιξε την καρδιά της. Ξέσκισε το διάδημα της θείας κεφαλής της και τα μαλλιά της χύθηκαν, λυτά. Από τους ώμους της απόρριξε το σκούρο πέπλο της κι' έτρεχε σαν πουλί πετούμενο εδώ κι’ εκεί, πάνω από γη και θάλασσα, την κόρη της αναζητώντας. Αλλά κανείς απ' τους θνητούς και τους αθάνατους δεν τόλμησε να της ομολογήσει την αλήθεια. Κανένας οιωνός πουλιών δε θέλησε να της φανερωθεί. Και έτσι για εννιά ημέρες ολόκληρες με αναμένους πυρσούς γύρναγε σε γη και θάλασσα αναζητώντας την. Πάνω στη λύπη της έμεινε νηστική και ούτε αμβροσία, ούτε νέκταρ δοκίμασε, και δεν πλησίασε πηγή γιά να λουστεί. Όταν όμως χάραξε η αυγή της δέκατης ημέρας, η Εκάτη της συμπαραστάθηκε. Κρατώντας στα χέρια της το σέλας, την πήρε αμίλητη και φτάσανε μέχρι τον Ήλιο, που εποπτεύει πάνω σε ανθρώπους και θεούς. Κι' εκείνος πιεσμένος, αποκρίθηκε: Πότνια Δήμητρα, το Δία ας κατηγορήσεις που έδωσε την κόρη σου στον Αϊδωνέα, τον αδελφό του. Αλλά σταμάτα το μεγάλο θρήνο. Δεν είναι βέβαια και κακός γαμπρός ανάμεσα σε όλους τους αθάνατους ο αδελφός σου αυτός ο ομογάλακτος. Στο τριπλό το μοίρασμα που κάνανε ολόκληρου του κόσμου τα θεϊκά αδέρφια, απλά τού έπεσε αυτού ο κλήρος να βασιλεύει μες τον Άδη. Οργίστηκε αφάνταστα η Δήμητρα όταν άκουσε για την απαγωγή της κόρης της, κι’ έπαψε να παίρνει μέρος στις συνάξεις των θεών, που γίνονταν στον Όλυμπο. Από τον πόνο αγνώριστη περιπλανιόταν, περνώντας μέσα από τις πόλεις των ανθρώπων και το βιός τους, μέχρι που έφτασε στου σοφού του Κελεού τα δώματα που στην εύφορη βασίλευε την Ελευσίνα. Γεμάτη θλίψη, κάθισε εκεί, δίπλα στο Παρθένιο το πηγάδι, κάτω από τον ίσκιο μίας ελιάς. Έμοιαζε με γριά, άτεκνη, στερημένη τάχα από τα ερωτικά της Αφροδίτης δώρα, πού χε δουλέψει σαν τροφός σε βασιλιάδες και είχε αναδειχτεί όμως προκομμένη οικονόμος σε παλάτια. Και του βασιλιά οι θυγατέρες, όμορφες σα θεές, η Καλλιδίκη, η Κλεισιδίκη και η αξιαγάπητη Δημό και η Καλλιθόη η μεγαλύτερη, έφτασαν εκεί με τα αστραφτερά τα χάλκινα λαγήνια τους να πάρουνε νερό. Δεν την αναγνώρισαν φυσικά γιατί είναι δύσκολο οι άνθρωποι να διακρίνουν τους θεούς. Καθώς πλησίασαν της είπανε: Γερόντισσα, ποια είσαι; Γιατί παράμερα κάθεσαι από τα σπίτια; Της πόλης οι γυναίκες, είναι βέβαιο ότι φιλόξενα θα σε δεχτούν. Και η Θεά τους αποκρίθηκε: Αγαπημένες κόρες γυναικών υπέροχων, την ιστορία μου θα σας διηγηθώ. Το όνομά μου είναι Δωσώ, και έρχομαι από την Κρήτη, καθώς πειρατές με άρπαξαν και με τα γοργά καράβια τους στου Θορικού τα μέρη αράξανε. Όμως κατάφερα και το έσκασα απ’ αυτούς, αλλά περιπλανιόμουνα σε σκοτεινούς και άγνωστους για μένα τόπους μέχρι που έφτασα στη χώρα σας. Είθε οι Ολύμπιοι θεοί να σας χαρίσουν άξιους άντρες και απόγονους καλούς. Αλλά λυπηθείτε με κόρες μου και βρέστε μου ένα σπίτι να δουλέψω. Το παιδί τους να αναθρέψω καλά μπορώ, τα κρεβάτια τους να στρώνω και τις άλλες γυναίκες του σπιτιού να ορμηνεύω. Η Καλλιδίκη της απάντησε: Μητέρα, οι θνητοί πρέπει να υπομένουν όσες δοκιμασίες τους στέλνουν οι θεοί, γιατί είναι πολύ ανώτεροί τους. Θα σε κατατοπίσω για τους άρχοντες που διαφεντεύουνε το τόπο μας και τον υπερασπίζονται καλά. Είναι ο Τριπτόλεμος, ο Δίοκλος, ο Πολύξεινος, ο Εύμολπος και ο Δόλιχος και ανάμεσά τους φυσικά ο μεγαλόπρεπος πατέρας μας. Οι γυναίκες τους, άξιες νοικοκυρές, όλες θα σε τιμήσουν αν την πόρτα τους χτυπήσεις, γιατί μοιάζεις σα θεά. Αλλά αν θέλεις, μείνε εδώ μέχρι να πάμε στου πατέρα μας το σπίτι και στη βαθύζωνη Μετάνειρα τη μάνα μας όσα μας είπες να αναφέρουμε. Μπορεί έτσι να μη χρειαστεί να πας σε άλλο σπίτι αν η μάνα μας σε θέλει. Ένα στερνοπαίδι γέννησε που το λατρεύουμε όλοι στο γερό παλάτι μας. Κι' όταν η μάνα τους αργότερα δέχτηκε την ιδέα τους και υποσχέθηκε καλό μισθό στην ξένη, γρήγορες σαν ελαφίνες τρέξανε ανασηκώνοντας τις άκρες των χιτώνων τους και τα μαλλιά τους ανέμιζαν πάνω απ' τους ώμους τους όμοια με άνθη κρόκου, για να της φέρουν το καλό μαντάτο.
Και η θεά περίλυπη τις ακολούθησε με το κεφάλι καλυμμένο και με τον κυανό μαντύα στους ώμους της ριγμένο. Κι' όταν έφτασαν στο παλάτι του Κελεού, κατ' ευθείαν πήγαν στα εσωτερικά τα δώματα και βρήκαν την πότνια μητέρα τους, να κρατά το νεογέννητο στην αγκαλιά της. Αλλά καθώς η Δήμητρα πάτησε το κατώφλι, η πόρτα γέμισε από θείο φως. Σέβας, ντροπή και φόβος έπιασε τότε τη βασίλισσα. Πετάχτηκε ολόρθη και της πρόσφερε αυθόρμητα ένα θρόνο να καθίσει. Αλλά η Δήμητρα που τις εποχές του έτους κυβερνάει, η αγλαόδωρη, δε θέλησε να καθίσει σε ένα τέτοιο κάθισμα λαμπρό, αλλά σιωπηλά χαμήλωσε τα όμορφα τα μάτια της και ανάμενε μέχρι που η Ιάμβη, η υπηρέτρια, κατάλαβε και της έφερε ένα σκαμνί γεροδεμένο να καθίσει, κι' απάνω του έριξε μια αστραφτερή λευκή προβιά. Και η Θεά κάθισε κρατώντας την καλύπτρα του προσώπου της στα χέρια. Κι' έμεινε για πολύ σιωπηλή κι' αγέλαστη, πάνω στο δίφρο αυτό. Κι' ούτε έβγαλε μιλιά, ούτε κάποια χειρονομία έκανε. Χωρίς χαμόγελο, χωρίς να εγγίσει φαγητό ή ποτό κάθισε, καθώς την έτρωγε ο πόνος για τη βαθύζωνη τη κόρη της. Αλλά η Ιάμβη κατανόησε το ρόλο της και πάλι, και άρχισε να κάνει χειρονομίες άσεμνες και να λέει αστεία πολλά και στο τέλος κατάφερε την αγνή Κυρά να την κάνει να γελάσει κι' έτσι κάπως να ξεθυμάνει από τον πόνο της . (Αργότερα η Ιάμβη πέτυχε πολλές φορές να την διασκεδάσει). Τότε η Μετάνειρα γέμισε μια κούπα με γλυκόπιοτο κρασί και της το πρόσφερε. Αλλά αυτή αρνήθηκε και είπε ότι δεν ήτανε σωστό στη θέση που βρισκόταν, να πιει κόκκινο κρασί. Και ζήτησε αντί γι αυτό να πιει ένα μίγμα από νερό, κοπανιστό κριθάρι και σκόνη από μέντα .Κι' εκείνη ακολούθησε την οδηγία κι' έφτιαξε αυτό τον κυκεώνα και στη θεά τον πρόσφερε. Και η Δηώ (η Ζητούσα) η πολυσέβαστη τον δέχτηκε για χάρη της τελετουργίας (τηρώντας έτσι τα όσια έθιμα). Και η Μετάνειρα αφού την υποδέχτηκε λοιπόν με λόγια ευγενικά, την παρηγόρησε για την κατάστασή της και το γιο της το Δημοφώντα της παρέδωσε για να τον αναθρέψει όπως πρέπει. Και η Δήμητρα πήρε το παιδί στην ευωδιασμένη αγκαλιά της και δήλωσε ότι θα το αναθρέψει όπως είναι το σωστό και προστατευμένο από όλα τα κακά θα είναι, όσο θα βρίσκεται κοντά της. Και ο Δημοφώντας μεγάλωνε σα να ήτανε θεός κι' ούτε τροφή του έδινε, ούτε γάλα η θεά, αλλά με αμβροσία τον ανάσταινε, δίνοντας του ενέργεια με την γλυκιά ανάσα της. Και τις νύχτες κρυφά πάνω στις ιερές φλόγες του τζακιού τον έβαζε για να τον κάνει αγέραστο και αθάνατο. Αλλά η Μετάνειρα ένα βράδυ όταν αντίκρισε το θέαμα αυτό έβαλε τις φωνές η ανόητη, χτυπώντας και τα δυο τα χέρια πάνω στους μηρούς της και χάλασε το σχέδιο. Και τότε οργισμένη η Θεά της φώναξε: Oι θνητοί είναι κοντόφθαλμοι και ανόητοι. Δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το καλό απ' το κακό. Έκανες στο γιο σου ανεπανόρθωτο κακό. Σου ορκίζομαι στον όρκο των θεών, στα αμείλικτα της Στυγγός τα ύδατα, ότι αθάνατο ήθελα να τον κάνω. Αλλά τώρα πια δεν μπορεί να ξεφύγει τη μοίρα των θνητών . Όμως άφθιτη τιμή σ’ αυτόν θα ανήκει, καθώς στην αγκαλιά μου τον εβάσταξα. Μετά από καιρό, οι νέοι της Ελευσίνας, αγώνες θα καθιερώσουν στο όνομά του που θα κρατήσουν στους αιώνες. Εγώ είμαι η θεά η Δήμητρα. Γι' αυτό όλος ο λαός σας τώρα ας χτίσει ένα μεγαλόπρεπο ναό για μένα εδώ και μέσα ένα βωμό να στήσει. Κοντά στα τείχη, δίπλα στο Καλλίχορο πηγάδι, ας τον υψώσουν. Και θα καθιερώσω εδώ στο βράχο που προεξέχει, τις μυστικές τις τελετές ώστε να τις τηρείτε από δω και πέρα, αγνές κι' αμόλυντες, εξευμενίζοντας έτσι το πνεύμα μου. Με αυτά τα λόγια η θεά πήρε άλλη θωριά κι' ανάστημα κι' απόδιωξε τη γερασμένη όψη. 'Ενα γλυκό άρωμα ξεχύθηκε απ' το χιτώνα της και η ακτινοβολία της έλαμψε ως πέρα, μακριά. Τα ξανθά μαλλιά της απλώθηκαν ξανά στους ώμους της και το καλοθεμελιωμένο σπίτι γέμισε από φως σα να ρίχνονταν αστραπές. Μεγαλόπρεπη έτσι κι’ αγέρωχη αναχώρησε από το παλάτι. Όλη τη νύχτα, τρέμοντας από φόβο οι γυναίκες προσεύχονταν στην ένδοξη θεά. Και την αυγή έτρεξαν να τα αναφέρουν όλα αυτά στο βασιλιά. Κι' ο Κελεός σύναξε τους ανθρώπους του και διάταξε να χτίσουν και να αφιερώσουν έναν όμορφο ναό στη Δήμητρα και μέσα του ένα βωμό όπως αυτή είχε ορίσει, να υψώσουν. Και η θεά παράμενε εκεί κοντά, μακριά από όλους τους θεούς, θρηνώντας το χαμό της Κόρης της. Και έκανε σκληρές και αβάσταχτες τις εποχές για τους ανθρώπους που δούλευαν τη γη. Δεν άφηνε το σπόρο να φυτρώσει και τον κρατούσε κάτω από τη γη κι' ορκίστηκε στον Όλυμπο να μην πατήσει, μέχρι να ανέβει η κόρη της από τον Άδη. Μάταια έτσι τα βόδια έσερναν το άροτρο. Και θα μπορούσε να ξεκάνει την ανθρώπινη φυλή από την πείνα και να στερήσει έτσι τους Ολύμπιους θεούς απ' τις θυσίες που ανάμεναν. Ο Δίας τότε κατάλαβε τον κίνδυνο κι' έστειλε τον Ερμή με το χρυσό του το κηρύκειο στο 'Ερεβος. Με γλυκά λόγια τον ορμήνεψε να καταφέρει τον Αϊδωνέα να πάρει την αγνή την Περσεφόνη πίσω και να την οδηγήσει πάλι εκεί στο φως που βρίσκονται και οι άλλοι οι θεοί. Και ο Αϊδωνέας ο χαμογελαστός όταν τα άκουσε, δέχτηκε τη θέληση του Δία και πρόθυμα έδωσε οδηγίες στη συνετή την Περσεφόνη: Γύρνα τώρα στην κυανόπεπλη μητέρα σου με ευγενική διάθεση. Και μην κρατήσεις μέσα σου παράπονο βαρύ. Δεν είμαι δα ένας αταίριαστος σύζυγος για σένα ανάμεσα σε όλους τους αθάνατους. Τώρα που εκεί θα είσαι, θα βασιλεύεις άξια ανάμεσα σε ότι ζει και έρπει. Και τις τιμές τις μέγιστες θα δέχεσαι ισάξιες με των άλλων των θεών. Και αμείλικτη σε βεβαιώνω θα είναι η τιμωρία μου σε όποιον φανεί άδικος και δεν προσφέρει τις κατάλληλες για σένα προσφορές και δε σου δείξει τον οφειλόμενο το σεβασμό. Αυτά είπε και η Περσεφόνη πέταξε απ' τη χαρά της. Αλλά της έδωσε να φάει ένα σπόρο γλυκό από ρόδι που κρυφά τον ενδυνάμωσε έτσι που να μην μπορεί να μένει πια όλες τις ημέρες με τη σεβάσμια μητέρα της. Κι' εκείνη ανέβηκε αμέριμνη πάνω στο χρυσό το άρμα του Ερμή. Και γρήγορα διέτρεξαν το μακρινό το δρόμο. Κι' ήρθαν και στάθηκαν εκεί μπροστά στο γεμάτο από προσφορές και θυμιάματα ναό της Δήμητρας. Όταν τους είδε η μάνα της, έτρεξε σαν μια Μαινάδα σε βαθύσκιωτο βουνό. Και η Περσεφόνη από την άλλη, μόλις αντίκρισε τα όμορφα της μάνας της μάτια, πήδηξε από το άρμα και χύθηκε στην αγκαλιά της. Αλλά καθώς εκείνη την έσφιγγε επάνω της, ο νους της πήγε στο κακό κι' αποτραβήχτηκε, γεμάτη υποψίες: Κόρη μου όσο έμενες εκεί κάτω μήπως σου έδωσαν τίποτα να φας; Αν όχι, τότε κοντά μου θα σε έχω όλο το χρόνο, και η πιο τιμημένη θα είσαι από τους αθανάτους. Αν όμως κάτι έφαγες, τότε στης γης τα βάθη θα μένεις τέσσερις μήνες κάθε χρόνο, και μόνο τους υπόλοιπους θα τους περνάς κοντά μας. Όταν έρχεται η άνοιξη και ανθίζουνε τα δέντρα, θα ανεβαίνεις από τα ζοφερά τα μέρη και μέγα θαύμα και χαρά θα είσαι για θεούς και ανθρώπους. Με τι δόλο άραγε σε εξαπάτησε αυτός ο δυνατός ο Πολυάρπαγας; Και η περικαλλής η Περσεφόνη τής τα ομολόγησε όλα. Για το πως ο άρχοντας ο Άδης την άρπαξε ενώ έπαιζε αμέριμνη με τις φίλες της μαζί και πως της έδωσε να φάει το σπόρο από το ρόδι. Κι' έτσι περάσανε την ημέρα ολόκληρη μαζί, ζεσταίνοντας η μια της άλλης την καρδιά, μέχρι που γιατρεμένο καταλάγιασε το πνεύμα τους. Και η Εκάτη με το λαμπρό τον κεφαλόδεσμο με τρυφερότητα πλησίασε την αγνή της Δήμητρας την Κόρη κι' έγινε πιστή ακόλουθός της. Ο Δίας δήλωσε κι' αυτός ότι τον περισσότερο καιρό η κόρη θα περνούσε με τη μάνα της. Και η Θεά δεν θέλησε να δείξει άλλο ανυπάκουη σ' αυτόν. Και γοργά πια έτρεξε από του Ολύμπου τις κορφές στο Ράριο πεδίο που πρώτα πλούσιο έβγαζε καρπό και έτρεφε τους ανθρώπους, αλλά που τώρα παράμενε ξερό και άγονο. Γιατί έκρυβε το λευκό το σπόρο του σταριού σύμφωνα με τη θέληση της Δήμητρας. Και έμελλε να βαρύνει πια από τα πυκνά τα στάχυα καθώς ερχόταν τώρα άνοιξη. Και γρήγορα η θεά έκανε το σπόρο να φυτρώσει στον εύφορο τον κάμπο. Ολόκληρη η γη έτσι γέμισε από φύλλα και καρπούς και άνθη.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: